κληματίδα: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(20)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[κληματίς]], -[[ίδος]])<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[κλάδος]] κλήματος αμπέλου, [[κληματόβεργα]], [[κληματσίδα]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[φυτό]] κληματώδες και αναρριχητικό, όπως η [[άμπελος]], ο [[κισσός]], το [[αγιόκλημα]] κ.λπ.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας [[ρανουγκουλίδες]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κληματίδες</i><br />ξύλα για [[κάψιμο]], φρύγανα («ἐπὶ τάς [[λοιπάς]] ἐμπρῆσαι βουλόμενοι ὁλκάδα παλαιὰν κληματίδων και δᾳδὸς γεμίσαντες... πῦρ ἐμβαλόντες», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλῆμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i> / -[[ίδος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αιματ</i>-<i>ίς</i>, <i>υδατ</i>-<i>ίς</i>)].
|mltxt=η (AM [[κληματίς]], -[[ίδος]])<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[κλάδος]] κλήματος αμπέλου, [[κληματόβεργα]], [[κληματσίδα]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[φυτό]] κληματώδες και αναρριχητικό, όπως η [[άμπελος]], ο [[κισσός]], το [[αγιόκλημα]] κ.λπ.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας [[ρανουγκουλίδες]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κληματίδες</i><br />ξύλα για [[κάψιμο]], φρύγανα («ἐπὶ τάς [[λοιπάς]] ἐμπρῆσαι βουλόμενοι ὁλκάδα παλαιὰν κληματίδων και δᾳδὸς γεμίσαντες... πῦρ ἐμβαλόντες», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλῆμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i> / -[[ίδος]] ([[πρβλ]]. <i>αιματ</i>-<i>ίς</i>, <i>υδατ</i>-<i>ίς</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

η (AM κληματίς, -ίδος)
1. μικρός κλάδος κλήματος αμπέλου, κληματόβεργα, κληματσίδα
2. κάθε φυτό κληματώδες και αναρριχητικό, όπως η άμπελος, ο κισσός, το αγιόκλημα κ.λπ.
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας ρανουγκουλίδες
μσν.-αρχ.
στον πληθ. αἱ κληματίδες
ξύλα για κάψιμο, φρύγανα («ἐπὶ τάς λοιπάς ἐμπρῆσαι βουλόμενοι ὁλκάδα παλαιὰν κληματίδων και δᾳδὸς γεμίσαντες... πῦρ ἐμβαλόντες», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆμα, -ατος + κατάλ. -ίς / -ίδος (πρβλ. αιματ-ίς, υδατ-ίς)].