κοινοπραγία: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
(21)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[κοινοπραγία]]) [[κοινοπραγώ]]<br />[[σύμπραξη]], [[συνεργασία]], [[κοινοπραξία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[συνωμοσία]] («ὑποδεικνύναι τὴν Αἰτωλῶν καὶ Κλεομένους κοινοπραγίαν τί δύναται καὶ ποῖ τείνει», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=η (Α [[κοινοπραγία]]) [[κοινοπραγώ]]<br />[[σύμπραξη]], [[συνεργασία]], [[κοινοπραξία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[συνωμοσία]] («ὑποδεικνύναι τὴν Αἰτωλῶν καὶ Κλεομένους κοινοπραγίαν τί δύναται καὶ ποῖ τείνει», <b>Πολ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''κοινοπρᾱγία:''' ἡ совместные действия Polyb., Plut., Diod.
}}
}}

Revision as of 23:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινοπρᾱγία Medium diacritics: κοινοπραγία Low diacritics: κοινοπραγία Capitals: ΚΟΙΝΟΠΡΑΓΙΑ
Transliteration A: koinopragía Transliteration B: koinopragia Transliteration C: koinopragia Beta Code: koinopragi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A common enterprise, joint or concerted action, Plb.5.95.2, D.S.11.1, 15.8, Plu.Per.17.

German (Pape)

[Seite 1468] ἡ, gemeinschaftliches Unternehmen; Verschwörung, Pol. 5, 95, 2 u. öfter; Plut. Pericl. 17.

Greek (Liddell-Scott)

κοινοπρᾱγία: ἡ, σύμπραξις, συνωμοσία, Πολύβ. 5. 95, 2, Πλουτ. Περικλ. 17.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
complot.
Étymologie: κοινοπραγέω.

Greek Monolingual

η (Α κοινοπραγία) κοινοπραγώ
σύμπραξη, συνεργασία, κοινοπραξία
αρχ.
συνωμοσία («ὑποδεικνύναι τὴν Αἰτωλῶν καὶ Κλεομένους κοινοπραγίαν τί δύναται καὶ ποῖ τείνει», Πολ.).

Russian (Dvoretsky)

κοινοπρᾱγία: ἡ совместные действия Polyb., Plut., Diod.