κονιατής: Difference between revisions

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
(21)
m (Text replacement - "Ueber" to "Über")
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1481.png Seite 1481]] ὁ, der mit Kalktünche Ueberziehende, Anstreichende, bei Poll. 1, 125 Titel einer Comödie des Amphis.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1481.png Seite 1481]] ὁ, der mit Kalktünche Überziehende, Anstreichende, bei Poll. 1, 125 Titel einer Comödie des Amphis.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 23:40, 29 December 2020

German (Pape)

[Seite 1481] ὁ, der mit Kalktünche Überziehende, Anstreichende, bei Poll. 1, 125 Titel einer Comödie des Amphis.

Greek (Liddell-Scott)

κονῐᾱτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀσβεστώνων, ἀσβεστωτής, Γαλην.· ὄνομα δράματος τοῦ Ἄμφιδος, Πολυδ. Ζ΄, 125.

Greek Monolingual

και κονιαστής, ο (Α κονιάτης και κονιατήρ)
εργάτης ειδικός στις επιχρίσεις με κονίαμα, αυτός που γυψώνει ή επιχρίει με πηλό, σοβατζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κονιῶ. Ο τ. κονιατήρ < κονιῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. κρα-τήρ, στα-τήρ)].