κοπιώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
(21)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[κοπιώδης]], -ῶδες) [[κοπιώ]]<br /><b>1.</b> [[επίπονος]], [[κοπιαστικός]], [[κουραστικός]] (α. «[[κοπιώδης]] [[εργασία]]» β. «καί τών άλλων πόνοι κοπιώδεα τρόπον», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[οχληρός]], [[φορτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοπιωδώς</i><br />κοπιαστικά, κουραστικά.
|mltxt=-ες (Α [[κοπιώδης]], -ῶδες) [[κοπιώ]]<br /><b>1.</b> [[επίπονος]], [[κοπιαστικός]], [[κουραστικός]] (α. «[[κοπιώδης]] [[εργασία]]» β. «καί τών άλλων πόνοι κοπιώδεα τρόπον», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[οχληρός]], [[φορτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοπιωδώς</i><br />κοπιαστικά, κουραστικά.
}}
{{elnl
|elnltext=κοπιώδης -ες [κοπιάω] afmattend.
}}
}}

Revision as of 10:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπιώδης Medium diacritics: κοπιώδης Low diacritics: κοπιώδης Capitals: ΚΟΠΙΩΔΗΣ
Transliteration A: kopiṓdēs Transliteration B: kopiōdēs Transliteration C: kopiodis Beta Code: kopiw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A = κοπώδης, Hp.Epid.1.26.5, Arist.Pr.885b2: Comp., ib.a17; κ. πυρετοί Hp.Prorrh.1.142, Gal.7.626.

Greek (Liddell-Scott)

κοπιώδης: -ες, = κοπώδης (ἂν μὴ τοῦτ’ αὐτὸ ἀναγνωστέον), Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 982, Ἀριστ. Προβλ. 5. 40, 1.

Greek Monolingual

-ες (Α κοπιώδης, -ῶδες) κοπιώ
1. επίπονος, κοπιαστικός, κουραστικός (α. «κοπιώδης εργασία» β. «καί τών άλλων πόνοι κοπιώδεα τρόπον», Ιπποκρ.)
2. οχληρός, φορτικός.
επίρρ...
κοπιωδώς
κοπιαστικά, κουραστικά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοπιώδης -ες [κοπιάω] afmattend.