κολύμφατος: Difference between revisions
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
(21) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κολύμφατος]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[φλοιός]], [[λεπίδιον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο παρλλ. τ. [[κολύμβατος]] από [[επίδραση]] τών [[βάτος]] και [[κολυμβάς]] με σημ. «[[θάμνος]], [[στοιβή]]»]. | |mltxt=[[κολύμφατος]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[φλοιός]], [[λεπίδιον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο παρλλ. τ. [[κολύμβατος]] από [[επίδραση]] τών [[βάτος]] και [[κολυμβάς]] με σημ. «[[θάμνος]], [[στοιβή]]»]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: ?<br />Meaning: <b class="b3">φλοιός</b>, <b class="b3">λεπίδιον</b> H.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: So a plant, identical with <b class="b3">κολύμβατος</b> (s. [[κόλυμβος]]), with the well known Pre-Greek variation. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:21, 3 January 2019
English (LSJ)
φλοιός, λεπίδιον, Hsch. κολυμφάω,
A v. κολυμβάω. κολυρίζοντες· ἐκκενοῦντες, Id. κολυτέα, ἡ, bladdersenna, Colutea arborescens, Thphr.HP3.14.4. κόλυτρον, τό, v. κόλυθρον. κολύφανον· φλοιός, λεπύριον, Hsch. (cf. κελύφανον). κολυφρόν· ἐλαφρόν, Id. κόλφος, = κόλπος, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1476] ὁ, eine Pflanze, die feuchten Grund anzeigt, auch κολύμβατος, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
κολύμφατος: ἢ -βατος, ἡ, εἶδος φυτοῦ, Γεωπ. 2. 5, 1.
Greek Monolingual
κολύμφατος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «φλοιός, λεπίδιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο παρλλ. τ. κολύμβατος από επίδραση τών βάτος και κολυμβάς με σημ. «θάμνος, στοιβή»].
Frisk Etymological English
Grammatical information: ?
Meaning: φλοιός, λεπίδιον H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: So a plant, identical with κολύμβατος (s. κόλυμβος), with the well known Pre-Greek variation.