κότιλον: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
(21)
 
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=κότιλον
|Medium diacritics=κότιλον
|Low diacritics=κότιλον
|Capitals=ΚΟΤΙΛΟΝ
|Transliteration A=kótilon
|Transliteration B=kotilon
|Transliteration C=kotilon
|Beta Code=ko/tilon
|Definition=ἀνδρὸς [[αἰδοῖον]], Hsch. s.v. [[κόθημα]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κότιλον]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> το [[πέος]], το [[αιδοίο]] του άνδρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. [[κοτίλιον]]].
|mltxt=[[κότιλον]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> το [[πέος]], το [[αιδοίο]] του άνδρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. [[κοτίλιον]]].
}}
}}

Revision as of 11:07, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κότιλον Medium diacritics: κότιλον Low diacritics: κότιλον Capitals: ΚΟΤΙΛΟΝ
Transliteration A: kótilon Transliteration B: kotilon Transliteration C: kotilon Beta Code: ko/tilon

English (LSJ)

ἀνδρὸς αἰδοῖον, Hsch. s.v. κόθημα.

Greek Monolingual

κότιλον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) το πέος, το αιδοίο του άνδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. κοτίλιον].