κορσός: Difference between revisions

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
(21)
(2)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κορσός]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[κορμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κορ</i>-<i>σ</i>- που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>κορ</i>- της ρίζας <i>κερ</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[κείρω]]) με [[παρέκταση]] -<i>σ</i>-. Αρχικά θα [[πρέπει]] να υπήρξε επίθ., του οποίου το θηλ. [[κόρση]] ουσιαστικοποιήθηκε. Στην [[αρχή]] η λ. [[κόρση]] σήμαινε το «[[κόψιμο]] τών μαλλιών» ([[έτσι]] τήν ετυμολογούσαν και οι Αρχαίοι), ενώ στη [[συνέχεια]] δήλωσε τα [[ίδια]] τα μαλλιά, [[ιδίως]] στα [[πλάγια]] της κεφαλής, στους κροτάφους].
|mltxt=[[κορσός]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[κορμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κορ</i>-<i>σ</i>- που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>κορ</i>- της ρίζας <i>κερ</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[κείρω]]) με [[παρέκταση]] -<i>σ</i>-. Αρχικά θα [[πρέπει]] να υπήρξε επίθ., του οποίου το θηλ. [[κόρση]] ουσιαστικοποιήθηκε. Στην [[αρχή]] η λ. [[κόρση]] σήμαινε το «[[κόψιμο]] τών μαλλιών» ([[έτσι]] τήν ετυμολογούσαν και οι Αρχαίοι), ενώ στη [[συνέχεια]] δήλωσε τα [[ίδια]] τα μαλλιά, [[ιδίως]] στα [[πλάγια]] της κεφαλής, στους κροτάφους].
}}
{{etym
|etymtx=<b class="b3">-όω</b>, <b class="b3">κορσωτήρ</b> etc.<br />See also: s. [[κουρά]].
}}
}}

Revision as of 02:22, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορσός Medium diacritics: κορσός Low diacritics: κορσός Capitals: ΚΟΡΣΟΣ
Transliteration A: korsós Transliteration B: korsos Transliteration C: korsos Beta Code: korso/s

English (LSJ)

ὁ,

   A = κορμός, Hsch. (Cf. κοῦρος (B).)

Greek (Liddell-Scott)

κορσός: ό, = κορμός, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κορσός, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κορμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κορ-σ- που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα κορ- της ρίζας κερ- (βλ. λ. κείρω) με παρέκταση -σ-. Αρχικά θα πρέπει να υπήρξε επίθ., του οποίου το θηλ. κόρση ουσιαστικοποιήθηκε. Στην αρχή η λ. κόρση σήμαινε το «κόψιμο τών μαλλιών» (έτσι τήν ετυμολογούσαν και οι Αρχαίοι), ενώ στη συνέχεια δήλωσε τα ίδια τα μαλλιά, ιδίως στα πλάγια της κεφαλής, στους κροτάφους].

Frisk Etymological English

-όω, κορσωτήρ etc.
See also: s. κουρά.