κρόκεος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρόκεος]], -ον, και ποιητ. τ. [[κροκήϊος]], -ίη, -ον (Α)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κρόκου, [[κίτρινος]] («ἐν κροκέῳ πέπλῳ», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρόκος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εος</i> / -<i>ήϊος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>χάλκ</i>-<i>εος</i> / <i>χαλκ</i>-<i>ήϊος</i>, <i>κεράμ</i>-<i>εος</i> / <i>κεραμ</i>-<i>ήϊος</i>)].
|mltxt=[[κρόκεος]], -ον, και ποιητ. τ. [[κροκήϊος]], -ίη, -ον (Α)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κρόκου, [[κίτρινος]] («ἐν κροκέῳ πέπλῳ», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρόκος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εος</i> / -<i>ήϊος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>χάλκ</i>-<i>εος</i> / <i>χαλκ</i>-<i>ήϊος</i>, <i>κεράμ</i>-<i>εος</i> / <i>κεραμ</i>-<i>ήϊος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρόκεος:''' -ον ([[κρόκος]]), αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κρόκου, σε Πίνδ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 19:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρόκεος Medium diacritics: κρόκεος Low diacritics: κρόκεος Capitals: ΚΡΟΚΕΟΣ
Transliteration A: krókeos Transliteration B: krokeos Transliteration C: krokeos Beta Code: kro/keos

English (LSJ)

ον, (κρόκος)

   A saffron-coloured, Pi.P.4.232 (nisi leg. κροκόεν), E.Hec.468 (lyr.), Ion889 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

κρόκεος: -ον, (κρόκος) ἔχων τὸ χρῶμα κρόκου, Πινδ. Π. 4. 412, Εὐριπ. Ἑκάβ. 468, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a la couleur du safran.
Étymologie: κρόκος.

English (Slater)

κρόκεος
   1 saffron ἀπὸ κρόκεον ῥίψαις Ἰάσων εἶμα (v. l. κροκόεν) (P. 4.232)

Greek Monolingual

κρόκεος, -ον, και ποιητ. τ. κροκήϊος, -ίη, -ον (Α)
αυτός που έχει το χρώμα του κρόκου, κίτρινος («ἐν κροκέῳ πέπλῳ», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + επίθημα -εος / -ήϊος (πρβλ. χάλκ-εος / χαλκ-ήϊος, κεράμ-εος / κεραμ-ήϊος)].

Greek Monotonic

κρόκεος: -ον (κρόκος), αυτός που έχει το χρώμα του κρόκου, σε Πίνδ., Ευρ.