κρυμώδης: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρυμώδης]], -ῶδες (AM)<br />[[ψυχρός]], [[παγερός]] («κείνου δ' ἂν ποταμοῑο περὶ κρυμώδεας ὄχθας», Διον. Περ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρυμός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i>].
|mltxt=[[κρυμώδης]], -ῶδες (AM)<br />[[ψυχρός]], [[παγερός]] («κείνου δ' ἂν ποταμοῑο περὶ κρυμώδεας ὄχθας», Διον. Περ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρυμός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρυμώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[ψυχρός]], [[παγετώδης]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῡμώδης Medium diacritics: κρυμώδης Low diacritics: κρυμώδης Capitals: ΚΡΥΜΩΔΗΣ
Transliteration A: krymṓdēs Transliteration B: krymōdēs Transliteration C: krymodis Beta Code: krumw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A icy-cold, frozen, Hp.Vict.2.65 (κρυμν- codd.), D.P. 780, Men.Prot.p.47 D.; Ἄλπεις AP9.561 (Phil.): Comp., Ph.2.298, Metop. ap. Stob.3.1.116: Sup., Ael.NA3.13.

German (Pape)

[Seite 1515] ες, frostig, eiskalt; Ἄλπεις Philp. 68 (IX, 561); ὄχθαι D. Per. 780; Ael. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κρυμώδης: -ες, (εἶδος) ψυχρός, πεπηγώς, παγετώδης, Ἱππ. 364. 28. Ἀνθ. Π. 9. 561, Διογ. Π. 780.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
glacé.
Étymologie: κρυμός, -ωδης.

Greek Monolingual

κρυμώδης, -ῶδες (AM)
ψυχρός, παγερός («κείνου δ' ἂν ποταμοῑο περὶ κρυμώδεας ὄχθας», Διον. Περ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυμός + κατάλ. -ώδης].

Greek Monotonic

κρυμώδης: -ες (εἶδος), ψυχρός, παγετώδης, σε Ανθ.