κυανίζω: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
(22)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[κυανίζω]]) [[κύανος]]<br /><b>1.</b> [[αποκλίνω]] [[προς]] το κυανό [[χρώμα]], [[φαίνομαι]] σκουρογάλαζος («τὸ κυανίζον τοῡ ἴου», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>2.</b> [[πάσχω]] από [[κυάνωση]] («οἱ τοὺς ὀφθαλμοὺς νοσοῡντες... ἱματίων ῥάκη κυανιζόντων κατέχοντες», Ιωάνν. Χρύσ.).
|mltxt=(AM [[κυανίζω]]) [[κύανος]]<br /><b>1.</b> [[αποκλίνω]] [[προς]] το κυανό [[χρώμα]], [[φαίνομαι]] σκουρογάλαζος («τὸ κυανίζον τοῡ ἴου», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>2.</b> [[πάσχω]] από [[κυάνωση]] («οἱ τοὺς ὀφθαλμοὺς νοσοῡντες... ἱματίων ῥάκη κυανιζόντων κατέχοντες», Ιωάνν. Χρύσ.).
}}
{{elru
|elrutext='''κυᾰνίζω:''' быть темно-синим (τὸ [[νέφος]] κυανίζει Plut.).
}}
}}

Revision as of 23:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυᾰνίζω Medium diacritics: κυανίζω Low diacritics: κυανίζω Capitals: ΚΥΑΝΙΖΩ
Transliteration A: kyanízō Transliteration B: kyanizō Transliteration C: kyanizo Beta Code: kuani/zw

English (LSJ)

= foreg., Dsc.1.1, Placit.3.5.12; of varicose veins, Gal.13.460.

German (Pape)

[Seite 1521] dasselbe, Diosc. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰνίζω: τῷ προηγ., Διοσκ. 1. 1.

French (Bailly abrégé)

être d’un bleu sombre.
Étymologie: κύανος.

Greek Monolingual

(AM κυανίζω) κύανος
1. αποκλίνω προς το κυανό χρώμα, φαίνομαι σκουρογάλαζος («τὸ κυανίζον τοῡ ἴου», Γρηγ. Νύσσ.)
2. πάσχω από κυάνωση («οἱ τοὺς ὀφθαλμοὺς νοσοῡντες... ἱματίων ῥάκη κυανιζόντων κατέχοντες», Ιωάνν. Χρύσ.).

Russian (Dvoretsky)

κυᾰνίζω: быть темно-синим (τὸ νέφος κυανίζει Plut.).