κύκνοψις: Difference between revisions
From LSJ
(22) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κύκνοψις]], -εως, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που μοιάζει με κύκνο, που έχει όψη κύκνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύκνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οψις</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄψις]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[γαλή]]-<i>οψις</i>, <i>λύκ</i>-<i>οψις</i>]. | |mltxt=[[κύκνοψις]], -εως, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που μοιάζει με κύκνο, που έχει όψη κύκνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύκνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οψις</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄψις]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[γαλή]]-<i>οψις</i>, <i>λύκ</i>-<i>οψις</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κύκνοψις:''' -εως, ὁ, ἡ, όμοιος με κύκνο, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ὁ, ἡ,
A swan-like, AP11.345.
German (Pape)
[Seite 1528] von Schwanenangesicht, Pallad. (XI, 345).
Greek (Liddell-Scott)
κύκνοψις: -εως, ὁ, ἡ, ὅμοιος κύκνῳ Ἀνθ. Π. 11. 345.
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ, ἡ)
voc. κύκνοψι;
à figure de cygne.
Étymologie: κύκνος, ὄψις.
Greek Monolingual
κύκνοψις, -εως, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που μοιάζει με κύκνο, που έχει όψη κύκνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + -οψις (< ὄψις), πρβλ. γαλή-οψις, λύκ-οψις].
Greek Monotonic
κύκνοψις: -εως, ὁ, ἡ, όμοιος με κύκνο, σε Ανθ.