κύλον: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
(22)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κύλον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> το [[κοίλο]] [[μέρος]] [[πάνω]] από το [[πάνω]] [[βλέφαρο]]<br /><b>2.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ [[κύλα]]<br />τα κοιλώματα [[κάτω]] από τα μάτια («τὰ [[κύλα]] τῶν ὀφθαλμῶν ὑπόχλωρα», Σωραν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει θ. <i>κυ</i>- και συνδέεται με τον τ. [[κύαρ]]. Ο τ. απαντά σε κύρια ον. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Κύλων</i>, <i>Κύλασος</i>)].
|mltxt=[[κύλον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> το [[κοίλο]] [[μέρος]] [[πάνω]] από το [[πάνω]] [[βλέφαρο]]<br /><b>2.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ [[κύλα]]<br />τα κοιλώματα [[κάτω]] από τα μάτια («τὰ [[κύλα]] τῶν ὀφθαλμῶν ὑπόχλωρα», Σωραν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει θ. <i>κυ</i>- και συνδέεται με τον τ. [[κύαρ]]. Ο τ. απαντά σε κύρια ον. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Κύλων</i>, <i>Κύλασος</i>)].
}}
{{elnl
|elnltext=κύλον -ου, τό, meestal plur., onderooglid.
}}
}}

Revision as of 10:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύλον Medium diacritics: κύλον Low diacritics: κύλον Capitals: ΚΥΛΟΝ
Transliteration A: kýlon Transliteration B: kylon Transliteration C: kylon Beta Code: ku/lon

English (LSJ)

τό,

   A v. κύλα.

German (Pape)

[Seite 1529] s. κύλα.

Greek (Liddell-Scott)

κύλον: τό, ἴδε κύλα.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
paupière supérieure ; creux sous les yeux Chantraine.
Étymologie: DELG κύαρ.

Greek Monolingual

κύλον, τὸ (Α)
1. το κοίλο μέρος πάνω από το πάνω βλέφαρο
2. συν. στον πληθ. τὰ κύλα
τα κοιλώματα κάτω από τα μάτια («τὰ κύλα τῶν ὀφθαλμῶν ὑπόχλωρα», Σωραν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει θ. κυ- και συνδέεται με τον τ. κύαρ. Ο τ. απαντά σε κύρια ον. (πρβλ. Κύλων, Κύλασος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύλον -ου, τό, meestal plur., onderooglid.