κυνοθαρσής: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(22)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυνοθαρσής]] ή κυνοθρασής, -ές (Α)<br />[[θρασύς]] σαν [[σκύλος]] («κυνοθαρσείς, θεῶν ἐπαΐοντες [[οὐδέν]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θαρσής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θάρσος]] «[[θάρρος]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δορυ</i>-<i>θαρσής λυκο</i>-<i>θαρσής</i>].
|mltxt=[[κυνοθαρσής]] ή κυνοθρασής, -ές (Α)<br />[[θρασύς]] σαν [[σκύλος]] («κυνοθαρσείς, θεῶν ἐπαΐοντες [[οὐδέν]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θαρσής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θάρσος]] «[[θάρρος]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δορυ</i>-<i>θαρσής λυκο</i>-<i>θαρσής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κῠνοθαρσής:''' -ές ([[θάρσος]]), [[θρασύς]], [[αδιάντροπος]] όπως ο [[σκύλος]], σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 00:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνοθαρσής Medium diacritics: κυνοθαρσής Low diacritics: κυνοθαρσής Capitals: ΚΥΝΟΘΑΡΣΗΣ
Transliteration A: kynotharsḗs Transliteration B: kynotharsēs Transliteration C: kynotharsis Beta Code: kunoqarsh/s

English (LSJ)

ές,

   A impudent as a dog, Theoc.15.53: κυνοθρασής, A. Supp.758 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

κῠνοθαρσής: -ές, θρασύς, ἀναιδὴς ὡς κύων, Θεόκρ. 15, 53· κῠνοθρᾰσής, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 758.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d’une impudence cynique.
Étymologie: κύων, θάρσος.

Greek Monolingual

κυνοθαρσής ή κυνοθρασής, -ές (Α)
θρασύς σαν σκύλος («κυνοθαρσείς, θεῶν ἐπαΐοντες οὐδέν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -θαρσής (< θάρσος «θάρρος»), πρβλ. δορυ-θαρσής λυκο-θαρσής].

Greek Monotonic

κῠνοθαρσής: -ές (θάρσος), θρασύς, αδιάντροπος όπως ο σκύλος, σε Θεόκρ.