κυνόσουρα: Difference between revisions
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
(22) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυνόσουρα]], ἡ (Α)<br />[[ονομασία]] του αστερισμού της Μικρής Άρκτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυνός</i> (γεν. εν. του [[κύων]]) <span style="color: red;">+</span> [[οὐρά]]]. | |mltxt=[[κυνόσουρα]], ἡ (Α)<br />[[ονομασία]] του αστερισμού της Μικρής Άρκτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυνός</i> (γεν. εν. του [[κύων]]) <span style="color: red;">+</span> [[οὐρά]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κῠνόσουρα:''' ἡ, [[ουρά]] σκύλου, όνομα του αστερισμού της μικρής Άρκτου, σε Άρατ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:01, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A dog's-tail, a name for the constellation Ursa Minor, Arat.36, Aglaosth. ap. Eratosth.Cat.2.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνόσουρα: ἡ, ἡ οὐρὰ τοῦ κυνός, ὄνομα τοῦ ἀστερισμοῦ τῆς μικρᾶς ἄρκτου, Ἄρατ. 36, Ἐρατοσθ. Καταστ. 2. 2) «φυλὴ Λακωνικὴ» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κυνόσουρα, ἡ (Α)
ονομασία του αστερισμού της Μικρής Άρκτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυνός (γεν. εν. του κύων) + οὐρά].
Greek Monotonic
κῠνόσουρα: ἡ, ουρά σκύλου, όνομα του αστερισμού της μικρής Άρκτου, σε Άρατ.