κυλικείο: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
(22) |
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α | |mltxt=το (Α κυλικεῖον) [[κύλιξ]]<br />[[τραπέζι]] με ποτά και ποτήρια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τραπέζι]] με ποτά ή και φαγητά που προσφέρονται σε καλεσμένους, [[μπουφές]] («[[μετά]] τη [[διάλεξη]] θα υπάρχει [[κυλικείο]]»)<br /><b>2.</b> [[ειδικός]] [[χώρος]] σε κτήρια, σιδηροδρόμους, πλοία κ.α., όπου πωλούνται [[καφές]], αναψυκτικά, γλυκίσματα, ξηροί καρποί κ.ά. προϊόντα<br /><b>αρχ.</b><br />[[συμπόσιο]], [[εορτή]] με [[ευωχία]] και [[διασκέδαση]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:22, 24 August 2022
Greek Monolingual
το (Α κυλικεῖον) κύλιξ
τραπέζι με ποτά και ποτήρια
νεοελλ.
1. τραπέζι με ποτά ή και φαγητά που προσφέρονται σε καλεσμένους, μπουφές («μετά τη διάλεξη θα υπάρχει κυλικείο»)
2. ειδικός χώρος σε κτήρια, σιδηροδρόμους, πλοία κ.α., όπου πωλούνται καφές, αναψυκτικά, γλυκίσματα, ξηροί καρποί κ.ά. προϊόντα
αρχ.
συμπόσιο, εορτή με ευωχία και διασκέδαση.