κυρτευτής: Difference between revisions

From LSJ

ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking

Source
(22)
(5)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυρτευτής]], ὁ (Α)<br />[[κυρτεύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυρτεύω</i> ή, αναλογικά, [[κατά]] το [[ἁλιευτής]].
|mltxt=[[κυρτευτής]], ὁ (Α)<br />[[κυρτεύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυρτεύω</i> ή, αναλογικά, [[κατά]] το [[ἁλιευτής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κυρτευτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που ψαρεύει με την [[κύρτη]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:08, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1537] ὁ, = Vorigem, Qu. Maec. 5 (VI, 230).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
pêcheur à la nasse.
Étymologie: κύρτη.

Greek Monolingual

κυρτευτής, ὁ (Α)
κυρτεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτεύω ή, αναλογικά, κατά το ἁλιευτής.

Greek Monotonic

κυρτευτής: -οῦ, ὁ, αυτός που ψαρεύει με την κύρτη, σε Ανθ.