μονόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(25)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monofonos
|Transliteration C=monofonos
|Beta Code=mono/fwnos
|Beta Code=mono/fwnos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with but one voice</b> or <b class="b2">tone</b>, of deaf-mutes, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Carn.</span>18</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with but one voice</b> or [[tone]], of deaf-mutes, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Carn.</span>18</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:25, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόφωνος Medium diacritics: μονόφωνος Low diacritics: μονόφωνος Capitals: ΜΟΝΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: monóphōnos Transliteration B: monophōnos Transliteration C: monofonos Beta Code: mono/fwnos

English (LSJ)

ον,

   A with but one voice or tone, of deaf-mutes, Hp.Carn.18.

German (Pape)

[Seite 206] oinstimmig, eintönig, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

μονόφωνος: -ον, ὁ ἔχων ἢ ἐκπέμπων μίαν μόνην φωνήν, Ἱππ. 253. 39, 41.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονόφωνος, -ον)
νεοελλ.
μουσ. αυτός που εκτελείται ή τραγουδιέται από μία μόνο φωνή ή από περισσότερες αλλά σε ταυτοφωνία, όπως τα μανιάτικα μοιρολόγια και τα δημοτικά τραγούδια
αρχ.
(για τους κωφάλαλους) αυτός που έχει ή εκπέμπει μία μόνο φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. πολύ-φωνος].