μηροτυπής: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μηροτυπής]], -ές (Α)<br />αυτός που χτυπάει τους μηρούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τυπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τύπτω]] «[[χτυπώ]]» <b>[[πρβλ]].</b> <i>πλευρο</i>-<i>τυπής</i>, <i>χειρο</i>-<i>τυπής</i>]. | |mltxt=[[μηροτυπής]], -ές (Α)<br />αυτός που χτυπάει τους μηρούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τυπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τύπτω]] «[[χτυπώ]]» <b>[[πρβλ]].</b> <i>πλευρο</i>-<i>τυπής</i>, <i>χειρο</i>-<i>τυπής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μηροτῠπής:''' -ές ([[τύπτω]]), αυτός που χτυπά τον μηρό, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A striking the thigh, κέντρον AP9.274 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 178] ές, die Schenkel schlagend, stechend, κέντρον, Philp. 59 (IX, 274).
Greek (Liddell-Scott)
μηροτῠπής: -ές, ὁ τύπτων τὸν μηρόν, κέντρον Ἀνθ. Π. 9. 274.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui frappe la cuisse.
Étymologie: μηρός, τύπτω.
Greek Monolingual
μηροτυπής, -ές (Α)
αυτός που χτυπάει τους μηρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + -τυπής (< τύπτω «χτυπώ» πρβλ. πλευρο-τυπής, χειρο-τυπής].
Greek Monotonic
μηροτῠπής: -ές (τύπτω), αυτός που χτυπά τον μηρό, σε Ανθ.