Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μηκώνειος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86
(25)
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μηκώνειος]], -εία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο αρωματισμένος με χυμό μήκωνος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[μηκώνειον]]<br />α) το όπιο<br />β) η καστανοπρασινωπή ύλη που αποτελεί τα [[πρώτα]] [[κόπρανα]] του εμβρύου και του νεογεννήτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήκων]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κάπν</i>-<i>ειος</i>, <i>σύκ</i>-<i>ειος</i>)].
|mltxt=[[μηκώνειος]], -εία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο αρωματισμένος με χυμό μήκωνος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[μηκώνειον]]<br />α) το όπιο<br />β) η καστανοπρασινωπή ύλη που αποτελεί τα [[πρώτα]] [[κόπρανα]] του εμβρύου και του νεογεννήτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήκων]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κάπν</i>-<i>ειος</i>, <i>σύκ</i>-<i>ειος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:50, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηκώνειος Medium diacritics: μηκώνειος Low diacritics: μηκώνειος Capitals: ΜΗΚΩΝΕΙΟΣ
Transliteration A: mēkṓneios Transliteration B: mēkōneios Transliteration C: mikoneios Beta Code: mhkw/neios

English (LSJ)

α, ον,

   A flavoured with opium, ἄρτοι Philostr.Gym.44.    II μηκών-ειον, τό, opium, S.E.P.1.81, Sch.Nic.Al.434.    2 v. μηκώνιον.

Greek Monolingual

μηκώνειος, -εία, -ον (Α)
1. ο αρωματισμένος με χυμό μήκωνος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μηκώνειον
α) το όπιο
β) η καστανοπρασινωπή ύλη που αποτελεί τα πρώτα κόπρανα του εμβρύου και του νεογεννήτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήκων + κατάλ. -ειος (πρβλ. κάπν-ειος, σύκ-ειος)].