μηλοῦχος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=μηλοῡχος, ὁ (Α)<br />[[ζώνη]] που κρατά τους μαστούς, [[στηθόδεσμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> ἔχω)].
|mltxt=μηλοῡχος, ὁ (Α)<br />[[ζώνη]] που κρατά τους μαστούς, [[στηθόδεσμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> ἔχω)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μηλοῦχος:''' ὁ ([[μῆλον]] Β. II, [[ἔχω]]), [[ζώνη]] που συγκρατεί τους μαστούς, [[στηθόδεσμος]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 20:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλοῦχος Medium diacritics: μηλοῦχος Low diacritics: μηλούχος Capitals: ΜΗΛΟΥΧΟΣ
Transliteration A: mēloûchos Transliteration B: mēlouchos Transliteration C: miloychos Beta Code: mhlou=xos

English (LSJ)

ὁ, (

   A μῆλον B.11) girdle that confines the breasts, AP6.211 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 173] ὁ, Brusthalter, Brustbinde, ὑαλόχρους, Leon. Tar. 5 (VI, 211).

Greek (Liddell-Scott)

μηλοῦχος: ὁ, (μῆλον Β. ΙΙ) ζώνη ἀνέχουσα τοὺς μαστούς, Ἀνθ. Π. 6. 211· ἀλλαχοῦ στρόφιον.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sorte de corset.
Étymologie: μῆλον², ἔχω.

Greek Monolingual

μηλοῡχος, ὁ (Α)
ζώνη που κρατά τους μαστούς, στηθόδεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + -οῦχος (< ἔχω)].

Greek Monotonic

μηλοῦχος: ὁ (μῆλον Β. II, ἔχω), ζώνη που συγκρατεί τους μαστούς, στηθόδεσμος, σε Ανθ.