μορφινομανής: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(25)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές<br />αυτός που πάσχει από [[μορφινομανία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>morphinomane</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφίνη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> <span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>].
|mltxt=-ές<br />αυτός που πάσχει από [[μορφινομανία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. γαλλ. <i>morphinomane</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφίνη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> <span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>].
}}
}}

Latest revision as of 15:23, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές
αυτός που πάσχει από μορφινομανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. morphinomane (< μορφίνη + -μανής < μαίνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].