μισθαρνώ: Difference between revisions
From LSJ
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
(25) |
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α μισθαρνῶ, -έω)<br />[[μίσθαρνος]]<br /><b>1.</b> (γενικά) [[λαμβάνω]] [[μισθό]] για [[εργασία]] που [[παρέχω]] («τί δέ; τὴν ἰατρικὴν μισθαρνητικήν, ἐάν ἰώμενός τις μισθαρνῇ;» <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (ειδικά) πληρώνομαι, εξαγοράζομαι για να πράξω [[κάτι]] φαύλο και ανήθικο («ὁ μισθαρνῶν [[ὄχλος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πόρνη]] ή κίναιδο) [[προσφέρω]] το [[σώμα]] μου [[αντί]] πληρωμής, εκπορνεύομαι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «οἱ | |mltxt=(Α μισθαρνῶ, -έω)<br />[[μίσθαρνος]]<br /><b>1.</b> (γενικά) [[λαμβάνω]] [[μισθό]] για [[εργασία]] που [[παρέχω]] («τί δέ; τὴν ἰατρικὴν μισθαρνητικήν, ἐάν ἰώμενός τις μισθαρνῇ;» <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (ειδικά) πληρώνομαι, εξαγοράζομαι για να πράξω [[κάτι]] φαύλο και ανήθικο («ὁ μισθαρνῶν [[ὄχλος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πόρνη]] ή κίναιδο) [[προσφέρω]] το [[σώμα]] μου [[αντί]] πληρωμής, εκπορνεύομαι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «οἱ μισθαρνοῦν | ||
τες τῶν ῥητόρων» — συνήγοροι ή κατήγοροι στα δικαστήρια οι οποίοι έπαιρναν [[αμοιβή]]<br />β) «μισθαρνῶ [[παρά]] τινος»<br />' πληρώνομαι από κάποιον. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:15, 27 March 2021
Greek Monolingual
(Α μισθαρνῶ, -έω)
μίσθαρνος
1. (γενικά) λαμβάνω μισθό για εργασία που παρέχω («τί δέ; τὴν ἰατρικὴν μισθαρνητικήν, ἐάν ἰώμενός τις μισθαρνῇ;» Πλάτ.)
2. (ειδικά) πληρώνομαι, εξαγοράζομαι για να πράξω κάτι φαύλο και ανήθικο («ὁ μισθαρνῶν ὄχλος», Πλάτ.)
αρχ.
1. (για πόρνη ή κίναιδο) προσφέρω το σώμα μου αντί πληρωμής, εκπορνεύομαι
2. φρ. α) «οἱ μισθαρνοῦν
τες τῶν ῥητόρων» — συνήγοροι ή κατήγοροι στα δικαστήρια οι οποίοι έπαιρναν αμοιβή
β) «μισθαρνῶ παρά τινος»
' πληρώνομαι από κάποιον.