Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λεκανοπέδιο: Difference between revisions

From LSJ

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
(22)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br />[[έκταση]] εδάφους που έχει [[σχήμα]] λεκάνης και περιβάλλεται από βουνά («[[λεκανοπέδιο]] της Αττικής»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεκάνη]] <span style="color: red;">+</span> [[πεδίον]] «[[πεδιάδα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ορο</i>-<i>πέδιο</i>, <i>υδατο</i>-<i>πέδιο</i>). Η λ. [[είναι]] πιθ. [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου και μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο].
|mltxt=το<br />[[έκταση]] εδάφους που έχει [[σχήμα]] λεκάνης και περιβάλλεται από βουνά («[[λεκανοπέδιο]] της Αττικής»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεκάνη]] <span style="color: red;">+</span> [[πεδίον]] «[[πεδιάδα]]» ([[πρβλ]]. <i>ορο</i>-<i>πέδιο</i>, <i>υδατο</i>-<i>πέδιο</i>). Η λ. [[είναι]] πιθ. [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου και μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο].
}}
}}

Revision as of 14:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
έκταση εδάφους που έχει σχήμα λεκάνης και περιβάλλεται από βουνά («λεκανοπέδιο της Αττικής»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεκάνη + πεδίον «πεδιάδα» (πρβλ. ορο-πέδιο, υδατο-πέδιο). Η λ. είναι πιθ. απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο].