ληϊστύς: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ληϊστύς]], -ύος, ἡ (Α) [[ληΐζομαι]]<br />[[ληστεία]], [[λεηλασία]], [[αρπαγή]] («τὸ ζῆν ἀπὸ πολέμου καὶ ληϊστύος κάλλιστον», <b>Ηρόδ.</b>).
|mltxt=[[ληϊστύς]], -ύος, ἡ (Α) [[ληΐζομαι]]<br />[[ληστεία]], [[λεηλασία]], [[αρπαγή]] («τὸ ζῆν ἀπὸ πολέμου καὶ ληϊστύος κάλλιστον», <b>Ηρόδ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ληϊστύς:''' -ύος, ἡ, [[ληστεία]], [[λεηλασία]], [[διαρπαγή]], Ιων. [[τύπος]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 20:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληϊστύς Medium diacritics: ληϊστύς Low diacritics: ληϊστύς Capitals: ΛΗΪΣΤΥΣ
Transliteration A: lēïstýs Transliteration B: lēistys Transliteration C: liistys Beta Code: lhi+stu/s

English (LSJ)

ύος, ἡ,

   A plundering, ζῆν ἀπὸ . . ληϊστύος Hdt.5.6.

German (Pape)

[Seite 39] ύος, ἡ, das Beutemachen, Plündern, Her. 5, 6.

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
pillage.
Étymologie: ληΐζομαι.

Greek Monolingual

ληϊστύς, -ύος, ἡ (Α) ληΐζομαι
ληστεία, λεηλασία, αρπαγή («τὸ ζῆν ἀπὸ πολέμου καὶ ληϊστύος κάλλιστον», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

ληϊστύς: -ύος, ἡ, ληστεία, λεηλασία, διαρπαγή, Ιων. τύπος, σε Ηρόδ.