λιθεία: Difference between revisions

From LSJ

ἡ πίστις εἰσάξει, ἡ πεῖρα διδάξει → faith shall lead you, experience shall teach you

Source
(23)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιθεία]] και λιθέα, ἡ (ΑM Μ και [[λιθία]]) [[λίθος]]<br /><b>1.</b> [[είδος]] λίθου ή μαρμάρου για [[οικοδόμηση]]<br /><b>2.</b> [[πολύτιμος]] [[λίθος]] ή [[σύνολο]] πολύτιμων λίθων («φέρει δὲ καὶ λιθείαν ἡ [[χώρα]] πολυτελῆ κρυστάλλων», <b>Στράβ.</b>).
|mltxt=[[λιθεία]] και λιθέα, ἡ (ΑM Μ και [[λιθία]]) [[λίθος]]<br /><b>1.</b> [[είδος]] λίθου ή μαρμάρου για [[οικοδόμηση]]<br /><b>2.</b> [[πολύτιμος]] [[λίθος]] ή [[σύνολο]] πολύτιμων λίθων («φέρει δὲ καὶ λιθείαν ἡ [[χώρα]] πολυτελῆ κρυστάλλων», <b>Στράβ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῐθεία:''' ἡ ([[λίθος]])·<br /><b class="num">I.</b> είδος ωραίας πέτρας ή μαρμάρου που χρησιμοποιείται στην [[οικοδόμηση]], σε Στράβ.<br /><b class="num">II.</b> [[πολύτιμος]] [[λίθος]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 21:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθεία Medium diacritics: λιθεία Low diacritics: λιθεία Capitals: ΛΙΘΕΙΑ
Transliteration A: litheía Transliteration B: litheia Transliteration C: litheia Beta Code: liqei/a

English (LSJ)

ἡ, later written λιθία, a sort of

   A fine stone or marble, Plb.4.52.7, Str.9.5.16, J.AJ8.2.9: collectively, IG11(2).287 A89 (Delos, iii B.C.), Sammelb.5801.3 (i B.C., written -έα, and so in Gloss.).    II collectively, precious stones, jewellery, OGI132.8 (ii B.C.), Str.15.1.67, 16.4.22, D.S.1.46, Peripl.M.Rubr.56.

German (Pape)

[Seite 44] ἡ, Baumaterialien von Steinen; Pol. 4, 52, 7; D. Sic. 1, 46; Strab. 9, 437, v. l. λιθία; auch Edelstein, ib. XV, 717.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθεία: ἡ εἶδος ὡραίου λίθου ἢ μαρμάρου πρὸς οἰκοδομήν, Πολύβ. 4. 52, 7, Στράβ. 437 (διάφ. γραφή: λιθία), Διόδ. 1. 46 (διάφ. γραφή: λιθέα. II. λίθος πολύτιμος, Στράβ. 717, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. 32 (διάφ. γραφ. λιθιά).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 pierres pour bâtir, matériaux de construction;
2 pierre précieuse.
Étymologie: λίθος.

Greek Monolingual

λιθεία και λιθέα, ἡ (ΑM Μ και λιθία) λίθος
1. είδος λίθου ή μαρμάρου για οικοδόμηση
2. πολύτιμος λίθος ή σύνολο πολύτιμων λίθων («φέρει δὲ καὶ λιθείαν ἡ χώρα πολυτελῆ κρυστάλλων», Στράβ.).

Greek Monotonic

λῐθεία: ἡ (λίθος
I. είδος ωραίας πέτρας ή μαρμάρου που χρησιμοποιείται στην οικοδόμηση, σε Στράβ.
II. πολύτιμος λίθος, στον ίδ.