λιθεία
εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up
English (LSJ)
ἡ, later written λιθία, a sort of
A fine stone or marble, Plb.4.52.7, Str.9.5.16, J.AJ8.2.9: collectively, IG11(2).287 A89 (Delos, iii B.C.), Sammelb.5801.3 (i B.C., written -έα, and so in Glossaria).
II collectively, precious stones, jewellery, OGI132.8 (ii B.C.), Str.15.1.67, 16.4.22, D.S.1.46, Peripl.M.Rubr.56.
German (Pape)
[Seite 44] ἡ, Baumaterialien von Steinen; Pol. 4, 52, 7; D. Sic. 1, 46; Strab. 9, 437, v.l. λιθία; auch Edelstein, ib. XV, 717.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 pierres pour bâtir, matériaux de construction;
2 pierre précieuse.
Étymologie: λίθος.
Russian (Dvoretsky)
λῐθεία: ἡ строительный камень Polyb., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθεία: ἡ εἶδος ὡραίου λίθου ἢ μαρμάρου πρὸς οἰκοδομήν, Πολύβ. 4. 52, 7, Στράβ. 437 (διάφ. γραφή: λιθία), Διόδ. 1. 46 (διάφ. γραφή: λιθέα. II. λίθος πολύτιμος, Στράβ. 717, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. 32 (διάφ. γραφ. λιθιά).
Greek Monolingual
λιθεία και λιθέα, ἡ (ΑM Μ και λιθία) λίθος
1. είδος λίθου ή μαρμάρου για οικοδόμηση
2. πολύτιμος λίθος ή σύνολο πολύτιμων λίθων («φέρει δὲ καὶ λιθείαν ἡ χώρα πολυτελῆ κρυστάλλων», Στράβ.).
Greek Monotonic
λῐθεία: ἡ (λίθος)·
I. είδος ωραίας πέτρας ή μαρμάρου που χρησιμοποιείται στην οικοδόμηση, σε Στράβ.
II. πολύτιμος λίθος, στον ίδ.
Middle Liddell
λῐθεία, ἡ, λίθος
I. a sort of fine stone or marble for building, Strab.
II. a precious stone, Strab.