λιγύφθογγος: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
(23) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[λιγύφθογγος]], -ον)<br />αυτός που έχει καθαρή και διαπεραστική [[φωνή]], [[λιγυρός]] (α. «λιγύφθογγοι ὄρνιθες», Βάκχ.<br />β. «του Παρνασσού λιγύφθογγον Σπήλαιον», Κάλβ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιγύς]] «[[οξύς]], [[δυνατός]]» <span style="color: red;">+</span> [[φθόγγος]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[λιγύφθογγος]], -ον)<br />αυτός που έχει καθαρή και διαπεραστική [[φωνή]], [[λιγυρός]] (α. «λιγύφθογγοι ὄρνιθες», Βάκχ.<br />β. «του Παρνασσού λιγύφθογγον Σπήλαιον», Κάλβ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιγύς]] «[[οξύς]], [[δυνατός]]» <span style="color: red;">+</span> [[φθόγγος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λῐγύφθογγος:''' -ον ([[φθογγή]]), αυτός που έχει καθαρή, διαπεραστική [[φωνή]], λέγεται για τους κήρυκες, σε Όμηρ.· λέγεται για το [[αηδόνι]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A clear-voiced, in Hom. always epith. of heralds, Il.2.50, al., Od.2.6, etc.; αὐλίσκοι Thgn.241; ἀηδών Ar.Av.1380; ὄρνιθες B.5.23; μέλισσα (of a poet) Id.9.10; αὐδή Opp.H.5.620.
German (Pape)
[Seite 44] hell, laut tönend, rufend, bei Hom. stets Beiwort der Herolde, z. B. Il. 2, 442; αὐλίσκοι, Theogn. 241; πτέρυγες, der Heuschrecken, Mnasale. 10 (VII, 192).
Greek (Liddell-Scott)
λῐγύφθογγος: -ον, ἔχων λιγυράν, καθαρὰν καὶ διαπεραστικὴν φωνήν, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπίθ. τῶν κηρύκων, Ἰλ. Β. 442, κ. ἀλλ., Ὀδ. Β. 6, κτλ.˙ αὐλίσκοι Θέογν. 241˙ ἀηδὼν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1381, Βακχυλ. 9. 10., 5. 23 (ἔκδ. Blass).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la voix claire ou au bruit sonore.
Étymologie: λιγύς, φθέγγω.
English (Autenrieth)
loud-voiced, clearvoiced.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α λιγύφθογγος, -ον)
αυτός που έχει καθαρή και διαπεραστική φωνή, λιγυρός (α. «λιγύφθογγοι ὄρνιθες», Βάκχ.
β. «του Παρνασσού λιγύφθογγον Σπήλαιον», Κάλβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + φθόγγος.
Greek Monotonic
λῐγύφθογγος: -ον (φθογγή), αυτός που έχει καθαρή, διαπεραστική φωνή, λέγεται για τους κήρυκες, σε Όμηρ.· λέγεται για το αηδόνι, σε Αριστοφ.