λιλιίδες: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(23)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=οι<br /><b>βοτ.</b> [[οικογένεια]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] [[λιλιώδη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] [[μεταφορά]] στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>liliaceae</i> <span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>liliaceae</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>lilium</i> <span style="color: red;">+</span> λατ. κατάλ. -<i>aceus</i>). Ο τ. [[κατά]] τη [[μεταφορά]] του έλαβε την ελλ. παραγωγική [[κατάληξη]] -<i>ίδες</i>].
|mltxt=οι<br /><b>βοτ.</b> [[οικογένεια]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] [[λιλιώδη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] [[μεταφορά]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>liliaceae</i> <span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>liliaceae</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>lilium</i> <span style="color: red;">+</span> λατ. κατάλ. -<i>aceus</i>). Ο τ. [[κατά]] τη [[μεταφορά]] του έλαβε την ελλ. παραγωγική [[κατάληξη]] -<i>ίδες</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:27, 23 August 2021

Greek Monolingual

οι
βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη λιλιώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. liliaceae < νεολατ. liliaceae (< lilium + λατ. κατάλ. -aceus). Ο τ. κατά τη μεταφορά του έλαβε την ελλ. παραγωγική κατάληξη -ίδες].