μακροκέφαλος: Difference between revisions
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
(23) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μακροκέφαλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> αυτός που εμφανίζει [[μακροκεφαλία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει μακρύ [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>οἱ Μακροκέφαλοι</i><br />σκυθικό [[φύλο]] που κατοικούσε δυτικά της Κολχίδας και είχε το [[έθιμο]] να περισφίγγει πλαγίως με επίδεσμο το [[κρανίο]] τών νεογεννήτων. | |mltxt=-η, -ο (Α [[μακροκέφαλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> αυτός που εμφανίζει [[μακροκεφαλία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει μακρύ [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>οἱ Μακροκέφαλοι</i><br />σκυθικό [[φύλο]] που κατοικούσε δυτικά της Κολχίδας και είχε το [[έθιμο]] να περισφίγγει πλαγίως με επίδεσμο το [[κρανίο]] τών νεογεννήτων. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μακροκέφᾰλος:''' -ον ([[κεφαλή]]), αυτός που έχει μακρό [[κεφάλι]], λέγεται για τους Σκύθιες, σε Στράβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A long-headed, Hp. Epid.2.1.8; of a Scythian tribe, Hes.Fr.62, Hp.Aër.14: Sup., Str.11.11.8.
Greek (Liddell-Scott)
μακροκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων μακρὰν κεφαλήν, ἐπὶ τῶν Σκυθῶν, Ἱππ. π. Ἀέρ. 289, Στράβ. 520.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à longue tête.
Étymologie: μακρός, κεφαλή.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μακροκέφαλος, -ον)
νεοελλ.
ιατρ. αυτός που εμφανίζει μακροκεφαλία
αρχ.
1. αυτός που έχει μακρύ κεφάλι
2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Μακροκέφαλοι
σκυθικό φύλο που κατοικούσε δυτικά της Κολχίδας και είχε το έθιμο να περισφίγγει πλαγίως με επίδεσμο το κρανίο τών νεογεννήτων.
Greek Monotonic
μακροκέφᾰλος: -ον (κεφαλή), αυτός που έχει μακρό κεφάλι, λέγεται για τους Σκύθιες, σε Στράβ.