Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μακροκέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht

Menander, Monostichoi, 274
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μακροκέφαλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> αυτός που εμφανίζει [[μακροκεφαλία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει μακρύ [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>οἱ Μακροκέφαλοι</i><br />σκυθικό [[φύλο]] που κατοικούσε δυτικά της Κολχίδας και είχε το [[έθιμο]] να περισφίγγει πλαγίως με επίδεσμο το [[κρανίο]] τών νεογεννήτων.
|mltxt=-η, -ο (Α [[μακροκέφαλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> αυτός που εμφανίζει [[μακροκεφαλία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει μακρύ [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>οἱ Μακροκέφαλοι</i><br />σκυθικό [[φύλο]] που κατοικούσε δυτικά της Κολχίδας και είχε το [[έθιμο]] να περισφίγγει πλαγίως με επίδεσμο το [[κρανίο]] τών νεογεννήτων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μακροκέφᾰλος:''' -ον ([[κεφαλή]]), αυτός που έχει μακρό [[κεφάλι]], λέγεται για τους Σκύθιες, σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 00:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροκέφᾰλος Medium diacritics: μακροκέφαλος Low diacritics: μακροκέφαλος Capitals: ΜΑΚΡΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: makroképhalos Transliteration B: makrokephalos Transliteration C: makrokefalos Beta Code: makroke/falos

English (LSJ)

ον,

   A long-headed, Hp. Epid.2.1.8; of a Scythian tribe, Hes.Fr.62, Hp.Aër.14: Sup., Str.11.11.8.

Greek (Liddell-Scott)

μακροκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων μακρὰν κεφαλήν, ἐπὶ τῶν Σκυθῶν, Ἱππ. π. Ἀέρ. 289, Στράβ. 520.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à longue tête.
Étymologie: μακρός, κεφαλή.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μακροκέφαλος, -ον)
νεοελλ.
ιατρ. αυτός που εμφανίζει μακροκεφαλία
αρχ.
1. αυτός που έχει μακρύ κεφάλι
2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Μακροκέφαλοι
σκυθικό φύλο που κατοικούσε δυτικά της Κολχίδας και είχε το έθιμο να περισφίγγει πλαγίως με επίδεσμο το κρανίο τών νεογεννήτων.

Greek Monotonic

μακροκέφᾰλος: -ον (κεφαλή), αυτός που έχει μακρό κεφάλι, λέγεται για τους Σκύθιες, σε Στράβ.