μελιτόβρυτος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(24)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελιτόβρυτος]], -ον (Μ)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] [[μέλι]]<br /><b>2.</b> αυτός από τον οποίο στάζει [[μέλι]], [[μελισταγής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]], -<i>ιτος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βρυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βρύω]] «[[αφθονώ]], [[αναβλύζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>Ωκεανό</i>-<i>βρυτος</i>].
|mltxt=[[μελιτόβρυτος]], -ον (Μ)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] [[μέλι]]<br /><b>2.</b> αυτός από τον οποίο στάζει [[μέλι]], [[μελισταγής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]], -<i>ιτος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βρυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βρύω]] «[[αφθονώ]], [[αναβλύζω]]»), [[πρβλ]]. <i>Ωκεανό</i>-<i>βρυτος</i>].
}}
}}

Revision as of 15:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

μελιτόβρυτος, -ον (Μ)
1. αυτός που είναι γεμάτος μέλι
2. αυτός από τον οποίο στάζει μέλι, μελισταγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, -ιτος + -βρυτος (< βρύω «αφθονώ, αναβλύζω»), πρβλ. Ωκεανό-βρυτος].