μελιττουργός: Difference between revisions
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
(24) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μελιττουργός]], ὁ (Α)<br />(αττ.τ.) <b>βλ.</b> [[μελισσουργός]]. | |mltxt=[[μελιττουργός]], ὁ (Α)<br />(αττ.τ.) <b>βλ.</b> [[μελισσουργός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μελιττουργός:''' ὁ (*[[ἔργω]]), [[μελισσοκόμος]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:16, 30 December 2018
English (LSJ)
μελιττ-ουργέω, μελιττ-ουργία, Att. for μελισς-.
Greek (Liddell-Scott)
μελιττουργός: -ουργέω, -ουργία, Ἀττ. ἀντὶ μελισσ-.
French (Bailly abrégé)
att. c. μελισσουργός.
Greek Monolingual
μελιττουργός, ὁ (Α)
(αττ.τ.) βλ. μελισσουργός.
Greek Monotonic
μελιττουργός: ὁ (*ἔργω), μελισσοκόμος, σε Πλάτ.