μεμηχανημένως: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεμηχανημένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με πανούργο τρόπο, δόλια («[[μεμηχανημένως]] ὑβριζόμεθα», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεμηχανημένος</i>, μτχ. μέσ. παρακμ. του ρ. <i>μηχανῶμαι</i>].
|mltxt=[[μεμηχανημένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με πανούργο τρόπο, δόλια («[[μεμηχανημένως]] ὑβριζόμεθα», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεμηχανημένος</i>, μτχ. μέσ. παρακμ. του ρ. <i>μηχανῶμαι</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεμηχᾰνημένως:''' επίρρ. από μτχ. παρακ. του [[μηχανάομαι]], με στρατηγικό [[τέχνασμα]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 00:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεμηχᾰνημένως Medium diacritics: μεμηχανημένως Low diacritics: μεμηχανημένως Capitals: ΜΕΜΗΧΑΝΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: memēchanēménōs Transliteration B: memēchanēmenōs Transliteration C: memichanimenos Beta Code: memhxanhme/nws

English (LSJ)

Adv., (μηχανάομαι)

   A by stratagem, E.Ion809.

German (Pape)

[Seite 129] listiger Weise, Eur. Ian 809.

Greek (Liddell-Scott)

μεμηχᾰνημένως: Ἐπίρρ., (μηχανάομαι) διὰ στρατηγήματος, Εὐρ. Ἴων 809.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec fourberie.
Étymologie: μεμηχανημένος, part. pf. de μηχανάομαι.

Greek Monolingual

μεμηχανημένως (Α)
επίρρ. με πανούργο τρόπο, δόλια («μεμηχανημένως ὑβριζόμεθα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεμηχανημένος, μτχ. μέσ. παρακμ. του ρ. μηχανῶμαι].

Greek Monotonic

μεμηχᾰνημένως: επίρρ. από μτχ. παρακ. του μηχανάομαι, με στρατηγικό τέχνασμα, σε Ευρ.