μεταλαμπαδεύω: Difference between revisions
From LSJ
ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις → the beginning of education is the examination of names, the beginning of philosophical education is the examination of names, the beginning of all education is the investigation of names
(24) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[μεταλαμπαδεύω]])<br />[[μεταδίδω]] το φως της παιδείας και σε άλλους, [[μεταδίδω]] γνώσεις, [[επιστήμη]], πολιτισμό, [[διαφωτίζω]], [[εκπολιτίζω]] (α. «οι λόγιοι της διασποράς μεταλαμπάδευσαν την ελληνική [[σοφία]] στη Δύση» β. «ἐπισκευάσας τὴν ἀθανασίαν | |mltxt=(Α [[μεταλαμπαδεύω]])<br />[[μεταδίδω]] το φως της παιδείας και σε άλλους, [[μεταδίδω]] γνώσεις, [[επιστήμη]], πολιτισμό, [[διαφωτίζω]], [[εκπολιτίζω]] (α. «οι λόγιοι της διασποράς μεταλαμπάδευσαν την ελληνική [[σοφία]] στη Δύση» β. «ἐπισκευάσας τὴν ἀθανασίαν τοῦ γένους ἡμῶν καὶ οἱονεὶ διαμονήν τινα παισὶ παίδων μεταλαμπαδευομένην», Κλήμ. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λαμπαδεύω]] (<span style="color: red;"><</span> [[λαμπάς]], -[[άδος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:45, 15 February 2019
Greek (Liddell-Scott)
μεταλαμπᾰδεύω: μεταβιβάζω ὡς λαμπάδα εἰς ἕτερον, Κλήμ. Ἀλ. 503.
Greek Monolingual
(Α μεταλαμπαδεύω)
μεταδίδω το φως της παιδείας και σε άλλους, μεταδίδω γνώσεις, επιστήμη, πολιτισμό, διαφωτίζω, εκπολιτίζω (α. «οι λόγιοι της διασποράς μεταλαμπάδευσαν την ελληνική σοφία στη Δύση» β. «ἐπισκευάσας τὴν ἀθανασίαν τοῦ γένους ἡμῶν καὶ οἱονεὶ διαμονήν τινα παισὶ παίδων μεταλαμπαδευομένην», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + λαμπαδεύω (< λαμπάς, -άδος)].