μετεωροφέναξ: Difference between revisions
From LSJ
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μετεωροφέναξ]], -ακος, ό (Α)<br />αυτός που εξαπατά με τη σοφιστική [[μετεωρολογία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μετέωρος]] <span style="color: red;">+</span> [[φέναξ]], -<i>ακος</i> «[[απατηλός]]»]. | |mltxt=[[μετεωροφέναξ]], -ακος, ό (Α)<br />αυτός που εξαπατά με τη σοφιστική [[μετεωρολογία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μετέωρος]] <span style="color: red;">+</span> [[φέναξ]], -<i>ακος</i> «[[απατηλός]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μετεωροφέναξ:''' -ᾱκος, ὁ, αυτός που εξαπατά μέσω αστρολογικών σοφιστειών, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ᾱκος, ὁ,
A astronomical quack, Ar.Nu.333.
German (Pape)
[Seite 160] ακος, ὁ, Meteorwindbeutel, komisch nach μετεωρολόγος gebildet, der mit der Beobachtung der Himmelserscheinungen Betrügerei treibt, Ar. Nubb. 333.
Greek (Liddell-Scott)
μετεωροφέναξ: -ᾱκος, ὁ, ὁ φενακίζων ἐξαπατῶν διὰ τῆς ἀστρολογίας, Ἀριστοφ. Νεφ. 333.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
charlatan qui fait des dupes en discourant dans les nues.
Étymologie: μετέωρος, φέναξ.
Greek Monolingual
μετεωροφέναξ, -ακος, ό (Α)
αυτός που εξαπατά με τη σοφιστική μετεωρολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + φέναξ, -ακος «απατηλός»].
Greek Monotonic
μετεωροφέναξ: -ᾱκος, ὁ, αυτός που εξαπατά μέσω αστρολογικών σοφιστειών, σε Αριστοφ.