μηροτραφής: Difference between revisions

From LSJ

ἡ πολιτευομένη τῆς ἀρτάβης τιμή → customary price of artaba

Source
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μηροτραφής]] και [[μηροτρεφής]], -ές (Α)<br />(ως επίθ. του Διονύσου) αυτός που έχει τραφεί [[μέσα]] στον μηρό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τραφής</i> και -<i>τρεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μουσο</i>-<i>τραφής</i>].
|mltxt=[[μηροτραφής]] και [[μηροτρεφής]], -ές (Α)<br />(ως επίθ. του Διονύσου) αυτός που έχει τραφεί [[μέσα]] στον μηρό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τραφής</i> και -<i>τρεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μουσο</i>-<i>τραφής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μηροτρᾰφής:''' -ές ([[τρέφω]]), αυτός που ανατράφηκε μέσα στον μηρό, λέγεται για τον Βάκχο (Διόνυσο), σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 20:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηροτρᾰφής Medium diacritics: μηροτραφής Low diacritics: μηροτραφής Capitals: ΜΗΡΟΤΡΑΦΗΣ
Transliteration A: mērotraphḗs Transliteration B: mērotraphēs Transliteration C: mirotrafis Beta Code: mhrotrafh/s

English (LSJ)

ές,

   A thigh-bred, of Dionysus, AP11.329 (Nicarch.), Str.15.1.7, Eust.ad D.P.1153:—also μηρο-τρεφής, ές, Orph.H.52.3.

German (Pape)

[Seite 178] ές, im Schenkel ernährt, aufgezogen, wie μηροῤῥαφής, Beiw. des Bacchus, das von Einigen auf den indischen Berg Meros bei Nysa bezogen wird, Strab. XV, 687; zu einem Wortspiel benutzt, Ep. ad. 76 b (XI, 329). Bei Orph. H. 51, 3 μηροτρεφής.

Greek (Liddell-Scott)

μηροτρᾰφής: -ές, ὁ ἐν τῷ μηρῷ τραφείς, ἐπὶ τοῦ Διονύσου, Ἀνθ. Π. 11. 329, Στράβ. 687.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
nourri dans la cuisse (de Zeus) ; sel. d’autres nourri sur le mt Mèros, en Inde.
Étymologie: μηρός, τρέφω.

Greek Monolingual

μηροτραφής και μηροτρεφής, -ές (Α)
(ως επίθ. του Διονύσου) αυτός που έχει τραφεί μέσα στον μηρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + -τραφής και -τρεφής (< τρέφω), πρβλ. μουσο-τραφής].

Greek Monotonic

μηροτρᾰφής: -ές (τρέφω), αυτός που ανατράφηκε μέσα στον μηρό, λέγεται για τον Βάκχο (Διόνυσο), σε Ανθ.