μιαροσιτία: Difference between revisions

From LSJ

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
(25)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μιαροσιτία]], ἡ (Α)<br />[[μιαροφαγία]], το να τρώει [[κανείς]] ακάθαρτες τροφές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μιαρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[σιτία]] μέσω ενός αμάρτυρου τ. <i>μιαρόσιτος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[οικοσιτία]])].
|mltxt=[[μιαροσιτία]], ἡ (Α)<br />[[μιαροφαγία]], το να τρώει [[κανείς]] ακάθαρτες τροφές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μιαρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[σιτία]] μέσω ενός αμάρτυρου τ. <i>μιαρόσιτος</i> ([[πρβλ]]. [[οικοσιτία]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:10, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 182] ἡ, das Essen unreiner, schlechter Speisen, Mein. Men. p. 538.

Greek (Liddell-Scott)

μιᾰροσῑτία: ἡ, μιαροφαγία, ἀναγινωσκόμενον ὑπὸ Bentl. παρὰ Meineke Μενάνδρ. 538 ἐν Ἀλέξιδος «Πυθαγοριζούσῃ» 3 (ἔνθα νῦν μικροσιτία).

Greek Monolingual

μιαροσιτία, ἡ (Α)
μιαροφαγία, το να τρώει κανείς ακάθαρτες τροφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + -σιτία μέσω ενός αμάρτυρου τ. μιαρόσιτος (πρβλ. οικοσιτία)].