μηλίτης: Difference between revisions
Βραδὺς πρὸς ὀργὴν ἐγκρατὴς φέρειν γενοῦ → Ad iram tardus devita impotentiam → Sei zögerlich im Zorn, ertrage ihn mit Macht
(25) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (Α [[μηλίτης]])<br />αλκοολούχο [[ποτό]] που παρασκευάζεται με [[ζύμωση]] χυμού μήλων ή ενός μίγματος μήλων και αχλαδιών, που εκχυλίζεται με ή [[χωρίς]] την [[προσθήκη]] νερού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μηλίτης]] μυς» — ο μυς του μήλου της [[παρειάς]], τον οποίο σχηματίζουν οι μυϊκές δεσμίδες του σφιγκτήρα τών βλεφάρων οι οποίες κατέρχονται από τους κανθούς του οφθαλμού και συγκλίνουν [[προς]] τη ζυγωματική [[χώρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δαφν</i>-[[ίτης]], <i>σελιν</i>-[[ίτης]])].———————— <b>(II)</b><br />[[μηλίτης]], ὁ (Α)<br /><b>φρ.</b> «μηλῑται ἀριθμοί» — αριθμητικό [[πρόβλημα]] σχετικό με τον αριθμό τών προβάτων («θεωρεῑ οὖν [ἡ λογιστική] τοῡτο μὲν τὸ κληθὲν ὑπ' Ἀρχιμήδους βοεικὸν [[πρόβλημα]], τοῡτο δὲ μηλίτας καὶ φιαλίτας ἀριθμούς, τοὺς μὲν ἐπὶ φιαλῶν, τοὺς δὲ ἐπὶ ποίμνης», Σχόλ. <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (ΙΙ) «[[πρόβατον]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ο (Α [[μηλίτης]])<br />αλκοολούχο [[ποτό]] που παρασκευάζεται με [[ζύμωση]] χυμού μήλων ή ενός μίγματος μήλων και αχλαδιών, που εκχυλίζεται με ή [[χωρίς]] την [[προσθήκη]] νερού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μηλίτης]] μυς» — ο μυς του μήλου της [[παρειάς]], τον οποίο σχηματίζουν οι μυϊκές δεσμίδες του σφιγκτήρα τών βλεφάρων οι οποίες κατέρχονται από τους κανθούς του οφθαλμού και συγκλίνουν [[προς]] τη ζυγωματική [[χώρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δαφν</i>-[[ίτης]], <i>σελιν</i>-[[ίτης]])].———————— <b>(II)</b><br />[[μηλίτης]], ὁ (Α)<br /><b>φρ.</b> «μηλῑται ἀριθμοί» — αριθμητικό [[πρόβλημα]] σχετικό με τον αριθμό τών προβάτων («θεωρεῑ οὖν [ἡ λογιστική] τοῡτο μὲν τὸ κληθὲν ὑπ' Ἀρχιμήδους βοεικὸν [[πρόβλημα]], τοῡτο δὲ μηλίτας καὶ φιαλίτας ἀριθμούς, τοὺς μὲν ἐπὶ φιαλῶν, τοὺς δὲ ἐπὶ ποίμνης», Σχόλ. <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (ΙΙ) «[[πρόβατον]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μηλίτης:''' ου (ῑ) adj. m [[μῆλον]] I] яблочный ([[οἶνος]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:44, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, (μῆλον B) οἶνος μ.
A apple or quince wine, Plu.2.648e, Dsc.5.20. II (μῆλον A) μ. ἀριθμοί arithmetical problems about a number of sheep, Sch.Pl.Chrm.165e, cf. Hero *Deff.135.5.
German (Pape)
[Seite 172] ὁ, 1) von Aepfeln bereitet, οἶνος, Apfelwein, Plut. Symp. 2, 3, 1. – 2) von Schaafen, ἀριθμός, Schol. Plat. 91, eine arithmetische Aufgabe, wodurch eine Zahl von Schaafen bestimmt wird.
Greek (Liddell-Scott)
μηλίτης: -ου, ὁ, (μῆλον Β) οἶνος μ., οἶνος ἐκ μήλων ἢ κυδωνίων, Πλούτ. 2. 648Ε ΙΙ. (μῆλον Α) μ. ἀριθμός, πρόβλημά τι ἀριθμητικὸν περὶ ἀριθμοῦ τινος προβάτων, Σχόλ. Πλάτ. σ. 91· πρβλ. φιαλίτης.
Greek Monolingual
(I)
ο (Α μηλίτης)
αλκοολούχο ποτό που παρασκευάζεται με ζύμωση χυμού μήλων ή ενός μίγματος μήλων και αχλαδιών, που εκχυλίζεται με ή χωρίς την προσθήκη νερού
νεοελλ.
φρ. «μηλίτης μυς» — ο μυς του μήλου της παρειάς, τον οποίο σχηματίζουν οι μυϊκές δεσμίδες του σφιγκτήρα τών βλεφάρων οι οποίες κατέρχονται από τους κανθούς του οφθαλμού και συγκλίνουν προς τη ζυγωματική χώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κατάλ. -ίτης (πρβλ. δαφν-ίτης, σελιν-ίτης)].———————— (II)
μηλίτης, ὁ (Α)
φρ. «μηλῑται ἀριθμοί» — αριθμητικό πρόβλημα σχετικό με τον αριθμό τών προβάτων («θεωρεῑ οὖν [ἡ λογιστική] τοῡτο μὲν τὸ κληθὲν ὑπ' Ἀρχιμήδους βοεικὸν πρόβλημα, τοῡτο δὲ μηλίτας καὶ φιαλίτας ἀριθμούς, τοὺς μὲν ἐπὶ φιαλῶν, τοὺς δὲ ἐπὶ ποίμνης», Σχόλ. Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατον» + κατάλ. -ίτης].