μοργανατικός: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον σκάπτε, ἔνδονπηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
(25)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>φρ.</b> «[[μοργανατικός]] [[γάμος]]»<br /><b>(κοινων.)</b> νομικά [[έγκυρος]] [[γάμος]] [[μεταξύ]] ενός άρρενος μέλους βασιλικού, πριγκιπικού ή ευγενικού οίκου και μιας γυναίκας λιγότερο ευγενικής καταγωγής ή από χαμηλότερη κοινωνική [[τάξη]], με τον όρο ότι η [[σύζυγος]] δεν θα ανέλθει στην κοινωνική [[τάξη]] του συζύγου και ότι τα [[παιδιά]] που θα γεννηθούν από τον γάμο αναγνωρίζονται ως [[νόμιμα]] [[αλλά]] δεν κληρονομούν τους κληρονομικούς τίτλους, το [[φέουδο]] και την επακόλουθη [[περιουσία]] του [[πατέρα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μοργανατικώς</i><br />με μοργανατικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>morganatique</i> <span style="color: red;"><</span> μσν. λατ. (martrimonium ad) <i>morgan</i>-<i>aticum</i> «[[δώρο]] που δίνει ο [[σύζυγος]] στη [[γυναίκα]] του την επομένη του γάμου» <span style="color: red;"><</span> μσν. άνω γερμ. <i>morgen</i> <span style="color: red;"><</span> αρχ. άνω γερμ. <i>morgan</i> <span style="color: red;">+</span> λατ. -<i>aticum</i>].
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>φρ.</b> «[[μοργανατικός]] [[γάμος]]»<br /><b>(κοινων.)</b> νομικά [[έγκυρος]] [[γάμος]] [[μεταξύ]] ενός άρρενος μέλους βασιλικού, πριγκιπικού ή ευγενικού οίκου και μιας γυναίκας λιγότερο ευγενικής καταγωγής ή από χαμηλότερη κοινωνική [[τάξη]], με τον όρο ότι η [[σύζυγος]] δεν θα ανέλθει στην κοινωνική [[τάξη]] του συζύγου και ότι τα [[παιδιά]] που θα γεννηθούν από τον γάμο αναγνωρίζονται ως [[νόμιμα]] [[αλλά]] δεν κληρονομούν τους κληρονομικούς τίτλους, το [[φέουδο]] και την επακόλουθη [[περιουσία]] του [[πατέρα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μοργανατικώς</i><br />με μοργανατικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>morganatique</i> <span style="color: red;"><</span> μσν. λατ. (martrimonium ad) <i>morgan</i>-<i>aticum</i> «[[δώρο]] που δίνει ο [[σύζυγος]] στη [[γυναίκα]] του την επομένη του γάμου» <span style="color: red;"><</span> μσν. άνω γερμ. <i>morgen</i> <span style="color: red;"><</span> αρχ. άνω γερμ. <i>morgan</i> <span style="color: red;">+</span> λατ. -<i>aticum</i>].
}}
}}

Latest revision as of 15:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ή, -ό
φρ. «μοργανατικός γάμος»
(κοινων.) νομικά έγκυρος γάμος μεταξύ ενός άρρενος μέλους βασιλικού, πριγκιπικού ή ευγενικού οίκου και μιας γυναίκας λιγότερο ευγενικής καταγωγής ή από χαμηλότερη κοινωνική τάξη, με τον όρο ότι η σύζυγος δεν θα ανέλθει στην κοινωνική τάξη του συζύγου και ότι τα παιδιά που θα γεννηθούν από τον γάμο αναγνωρίζονται ως νόμιμα αλλά δεν κληρονομούν τους κληρονομικούς τίτλους, το φέουδο και την επακόλουθη περιουσία του πατέρα.
επίρρ...
μοργανατικώς
με μοργανατικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. morganatique < μσν. λατ. (martrimonium ad) morgan-aticum «δώρο που δίνει ο σύζυγος στη γυναίκα του την επομένη του γάμου» < μσν. άνω γερμ. morgen < αρχ. άνω γερμ. morgan + λατ. -aticum].