μοναξός: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
(25)
 
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[μοναξός]], -όν)<br />[[μόνος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μοναδικός]]<br /><b>2.</b> απομονωμένος<br /><b>3.</b> [[ερημικός]], [[απόμερος]] [[τόπος]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ [[μοναξά]]<br />[[ερημικός]] [[τόπος]], [[ερημιά]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[μόνος]] [[μοναξός]]» και «μόνον [[μοναξός]]» — [[ολομόναχος]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) [[μοναξά]]<br />α) μοναχικά, [[χωρίς]] [[συνοδεία]]<br />β) ιδιαίτερα, [[παράμερα]], κατ' ιδίαν<br /><b>3.</b> μόνον, [[μονάχα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. επίρρ. [[μονάξ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ος</i>, [[κατά]] το [[διξός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[μοναξιά]])].
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[μοναξός]], -όν)<br />[[μόνος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μοναδικός]]<br /><b>2.</b> απομονωμένος<br /><b>3.</b> [[ερημικός]], [[απόμερος]] [[τόπος]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[μοναξά]]<br />[[ερημικός]] [[τόπος]], [[ερημιά]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[μόνος]] [[μοναξός]]» και «μόνον [[μοναξός]]» — [[ολομόναχος]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) [[μοναξά]]<br />α) μοναχικά, [[χωρίς]] [[συνοδεία]]<br />β) ιδιαίτερα, [[παράμερα]], κατ' ιδίαν<br /><b>3.</b> μόνον, [[μονάχα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. επίρρ. [[μονάξ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ος</i>, [[κατά]] το [[διξός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[μοναξιά]])].
}}
}}

Revision as of 12:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ μοναξός, -όν)
μόνος
μσν.
1. μοναδικός
2. απομονωμένος
3. ερημικός, απόμερος τόπος
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μοναξά
ερημικός τόπος, ερημιά
5. φρ. «μόνος μοναξός» και «μόνον μοναξός» — ολομόναχος
6. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) μοναξά
α) μοναχικά, χωρίς συνοδεία
β) ιδιαίτερα, παράμερα, κατ' ιδίαν
3. μόνον, μονάχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίρρ. μονάξ + κατάλ. -ος, κατά το διξός (πρβλ. μοναξιά)].