μολόθουρος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(25)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μολόθουρος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] αειθαλούς φυτού<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μολόθουρος]] [[ἀσφόδελος]]<br />ἢ ὄσπριόν τι. και ἡ [[ὁλόσχοινος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
|mltxt=[[μολόθουρος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] αειθαλούς φυτού<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μολόθουρος]] [[ἀσφόδελος]]<br />ἢ ὄσπριόν τι. και ἡ [[ὁλόσχοινος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
}}
{{etym
|etymtx=Meaning: <b class="b2">evergreen plant, asphoill, Asphodelus ramosus or = ὀλόσχοινος, Scirpus holeschoenus</b> (Euph. 133, Nic. Al. 147).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unknown.
}}
}}

Revision as of 05:28, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολόθουρος Medium diacritics: μολόθουρος Low diacritics: μολόθουρος Capitals: ΜΟΛΟΘΟΥΡΟΣ
Transliteration A: molóthouros Transliteration B: molothouros Transliteration C: molothouros Beta Code: molo/qouros

English (LSJ)

ἡ,

   A an evergreen plant, expld. as = ἀσφόδελος and ὁλόσχοινος, Euph.133, Nic.Al.147.

German (Pape)

[Seite 200] ἡ, ein immer grüner (ἀείχλωρος, Euphorion bei Schol. Nic.) Strauch, Nic. Al. 147. Hesych. erklärt es durch ἀσφοδελός u. ὁλόσχοινος.

Greek (Liddell-Scott)

μολόθουρος: ἡ, φυτὸν ἀειθαλὲς ἑρμηνευόμενον ὡς ἀσφόδελος καὶ ὁλόσχοινος, Εὐφορίων 64, Νικ. Ἀλ. 147· ‒ Καθ᾿ Ἡσύχ.: «μολόθουρος· ἀσφόδελος, ἢ ὄσπριόν τι. καὶ ἡ ὁλόσχοινος».

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
sorte de jonc toujours vert, plante.
Étymologie: DELG -.

Greek Monolingual

μολόθουρος, ἡ (Α)
1. είδος αειθαλούς φυτού
2. (κατά τον Ησύχ.) «μολόθουρος ἀσφόδελος
ἢ ὄσπριόν τι. και ἡ ὁλόσχοινος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].

Frisk Etymological English

Meaning: evergreen plant, asphoill, Asphodelus ramosus or = ὀλόσχοινος, Scirpus holeschoenus (Euph. 133, Nic. Al. 147).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.