μονομαχεῖον: Difference between revisions
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
(25) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=μονομαχεῑον και [[μονομάχιον]], τὸ (ΑΜ) [[μονομάχος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[σχολή]] όπου διδασκόταν η [[μονομαχία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μονομαχία]] («[[ἀλλά]] καὶ σύ με προσαπολώλεκας, ὦ Χηνίδα, τὸ [[μονομάχιον]] ὑποβαλών», <b>Λουκιαν.</b>). | |mltxt=μονομαχεῑον και [[μονομάχιον]], τὸ (ΑΜ) [[μονομάχος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[σχολή]] όπου διδασκόταν η [[μονομαχία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μονομαχία]] («[[ἀλλά]] καὶ σύ με προσαπολώλεκας, ὦ Χηνίδα, τὸ [[μονομάχιον]] ὑποβαλών», <b>Λουκιαν.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μονομᾰχεῖον:''' τό Luc. v. l. = [[μονομάχιον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. μονομάχιον.
German (Pape)
[Seite 203] τό, = μονομάχιον, v. l. bei Ath. V, 191 a.
Greek (Liddell-Scott)
μονομᾰχεῖον: ἴδε ἐν λέξ. μονομάχιον.
Greek Monolingual
μονομαχεῑον και μονομάχιον, τὸ (ΑΜ) μονομάχος
μσν.
σχολή όπου διδασκόταν η μονομαχία
αρχ.
μονομαχία («ἀλλά καὶ σύ με προσαπολώλεκας, ὦ Χηνίδα, τὸ μονομάχιον ὑποβαλών», Λουκιαν.).
Russian (Dvoretsky)
μονομᾰχεῖον: τό Luc. v. l. = μονομάχιον.