μουδάρισμα: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
(26)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>ναυτ.</b> [[περιορισμός]] της επιφάνειας του πανιού ιστιοφόρου πλοίου, [[κατά]] τον οποίο τα [[σχοινιά]] μιας μούδας δένονται στη μάτσα του πανιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μουδάρω]], [[κατά]] τα ουδ. σε -<i>ισμα</i> (<b>πρβλ.</b> [[καθαρίζω]]: [[καθάρισμα]]).
|mltxt=το<br /><b>ναυτ.</b> [[περιορισμός]] της επιφάνειας του πανιού ιστιοφόρου πλοίου, [[κατά]] τον οποίο τα [[σχοινιά]] μιας μούδας δένονται στη μάτσα του πανιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μουδάρω]], [[κατά]] τα ουδ. σε -<i>ισμα</i> (<b>πρβλ.</b> [[καθαρίζω]]: [[καθάρισμα]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:21, 10 May 2023

Greek Monolingual

το
ναυτ. περιορισμός της επιφάνειας του πανιού ιστιοφόρου πλοίου, κατά τον οποίο τα σχοινιά μιας μούδας δένονται στη μάτσα του πανιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μουδάρω, κατά τα ουδ. σε -ισμα (πρβλ. καθαρίζω: καθάρισμα].