νυκτιπλανής: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
(27)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νυκτιπλᾰνής''': -ές, = τῷ ἑπομ., νυκτιπλανῆ τελέθουσαν Ὀππ. Κ. 3.268, [[ἔνθα]] ἕτεροι, νυκτιπλανῆτιν ἐοῦσαν˙ - [[ὡσαύτως]] νυκτοπλανής, Μανέθων 1. 311.
|lstext='''νυκτιπλᾰνής''': -ές, = τῷ ἑπομ., νυκτιπλανῆ τελέθουσαν Ὀππ. Κ. 3.268, [[ἔνθα]] ἕτεροι, νυκτιπλανῆτιν ἐοῦσαν· - [[ὡσαύτως]] νυκτοπλανής, Μανέθων 1. 311.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 19:34, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐπλᾰνής Medium diacritics: νυκτιπλανής Low diacritics: νυκτιπλανής Capitals: ΝΥΚΤΙΠΛΑΝΗΣ
Transliteration A: nyktiplanḗs Transliteration B: nyktiplanēs Transliteration C: nyktiplanis Beta Code: nuktiplanh/s

English (LSJ)

ές, = sq.,

   A νυκτιπλανῆ τελέθουσαν Opp.C.3.268 (vv. ll. νυκτιπλανῆτιν τ. (sic), νυκτιπλάνητον ἐοῦσαν).

Greek (Liddell-Scott)

νυκτιπλᾰνής: -ές, = τῷ ἑπομ., νυκτιπλανῆ τελέθουσαν Ὀππ. Κ. 3.268, ἔνθα ἕτεροι, νυκτιπλανῆτιν ἐοῦσαν· - ὡσαύτως νυκτοπλανής, Μανέθων 1. 311.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. νυκτίπλαγκτος.
Étymologie: νύξ, πλανάω.

Greek Monolingual

νυκτιπλανής, -ές (Α)
βλ. νυκτοπλανής.