ξυλία: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
(27)
(3b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=η [[ξύλο]]<br /><b>1.</b> [[χτύπημα]] με [[ξύλο]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[είδος]] χτυπήματος<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ο πεινασμένος [[γάιδαρος]] ξυλιές δεν λογαριάζει» — λέγεται για εκείνον που εξαναγκάζεται σε [[υποταγή]] εξαιτίας μεγάλων στερήσεων.
|mltxt=η [[ξύλο]]<br /><b>1.</b> [[χτύπημα]] με [[ξύλο]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[είδος]] χτυπήματος<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ο πεινασμένος [[γάιδαρος]] ξυλιές δεν λογαριάζει» — λέγεται για εκείνον που εξαναγκάζεται σε [[υποταγή]] εξαιτίας μεγάλων στερήσεων.
}}
{{elru
|elrutext='''ξυλία:''' ἡ куча дров Plut.
}}
}}

Revision as of 08:00, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 281] ἡ, = ξυλεία, Holzwerk, Pol. 10, 27, 10 v. l.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 action de ramasser du bois ; tas de bois;
2 construction en bois.
Étymologie: ξύλον.

Greek Monolingual

η ξύλο
1. χτύπημα με ξύλο
2. κάθε είδος χτυπήματος
3. παροιμ. «ο πεινασμένος γάιδαρος ξυλιές δεν λογαριάζει» — λέγεται για εκείνον που εξαναγκάζεται σε υποταγή εξαιτίας μεγάλων στερήσεων.

Russian (Dvoretsky)

ξυλία: ἡ куча дров Plut.