μώλυ: Difference between revisions
From LSJ
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
(26) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μῶλυ]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> μυθικό [[φυτό]] με μαύρη [[ρίζα]] και [[λευκό]] [[άνθος]], το οποίο έδωσε ο [[Ερμής]] στον Οδυσσέα ως [[αντιφάρμακο]] [[κατά]] της μαγικής τέχνης της Κίρκης<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[κρόμμυον]] το [[μέλαν]]<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] [[πήγανον]] ή άρμαλα, το οποίο αναπτυσσόταν, [[κυρίως]], στην Καππαδοκία<br /><b>4.</b> το [[φυτό]] [[ηρύγγιον]] <br /><b>5.</b> το [[φυτό]] [[στρύχνον]] το υπνωτικόν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως που εμφανίζει κατάλ. -<i>υ</i> ( | |mltxt=[[μῶλυ]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> μυθικό [[φυτό]] με μαύρη [[ρίζα]] και [[λευκό]] [[άνθος]], το οποίο έδωσε ο [[Ερμής]] στον Οδυσσέα ως [[αντιφάρμακο]] [[κατά]] της μαγικής τέχνης της Κίρκης<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[κρόμμυον]] το [[μέλαν]]<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] [[πήγανον]] ή άρμαλα, το οποίο αναπτυσσόταν, [[κυρίως]], στην Καππαδοκία<br /><b>4.</b> το [[φυτό]] [[ηρύγγιον]] <br /><b>5.</b> το [[φυτό]] [[στρύχνον]] το υπνωτικόν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως που εμφανίζει κατάλ. -<i>υ</i> ([[πρβλ]]. [[μίσυ]]). Διάφορες θεωρίες στις οποίες επιχειρήθηκε [[σύνδεση]] της λ. [[είτε]] με αρχ. ινδ. <i>mulam</i> «[[ρίζα]]» [[είτε]] με τα [[μαλάχη]] ή [[μολόχη]], λατ. <i>malua</i> κ.ά. έχουν ήδη καταρριφθεί]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:36, 8 May 2023
Greek Monolingual
μῶλυ, τὸ (Α)
1. μυθικό φυτό με μαύρη ρίζα και λευκό άνθος, το οποίο έδωσε ο Ερμής στον Οδυσσέα ως αντιφάρμακο κατά της μαγικής τέχνης της Κίρκης
2. το φυτό κρόμμυον το μέλαν
3. το φυτό πήγανον ή άρμαλα, το οποίο αναπτυσσόταν, κυρίως, στην Καππαδοκία
4. το φυτό ηρύγγιον
5. το φυτό στρύχνον το υπνωτικόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως που εμφανίζει κατάλ. -υ (πρβλ. μίσυ). Διάφορες θεωρίες στις οποίες επιχειρήθηκε σύνδεση της λ. είτε με αρχ. ινδ. mulam «ρίζα» είτε με τα μαλάχη ή μολόχη, λατ. malua κ.ά. έχουν ήδη καταρριφθεί].