ναϊκός: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
(26)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=naikos
|Transliteration C=naikos
|Beta Code=nai+ko/s
|Beta Code=nai+ko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of a temple</b>, εὔθυνοι <span class="title">GDI</span>1370 (Dodona).</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of a temple]], εὔθυνοι <span class="title">GDI</span>1370 (Dodona).</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ναϊκός]], -ή, -όν (Α) [[ναός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ναό ή που προέρχεται από τον ναό.
|mltxt=[[ναϊκός]], -ή, -όν (Α) [[ναός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ναό ή που προέρχεται από τον ναό.
}}
}}

Revision as of 13:35, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νᾱϊκός Medium diacritics: ναϊκός Low diacritics: ναϊκός Capitals: ΝΑΪΚΟΣ
Transliteration A: naïkós Transliteration B: naikos Transliteration C: naikos Beta Code: nai+ko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of a temple, εὔθυνοι GDI1370 (Dodona).

Greek Monolingual

ναϊκός, -ή, -όν (Α) ναός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ναό ή που προέρχεται από τον ναό.