νεότομος: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεότομος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τη γη) αυτός που ανοίχθηκε πρόσφατα με τη [[βοήθεια]] αρότρου<br /><b>2.</b> (για [[χτύπημα]]) αυτό που καταφέρθηκε πρόσφατα<br /><b>3.</b> αυτός που κόπηκε [[πριν]] από λίγο, [[φρεσκοκομμένος]] («φέρομεν ἐξ ὄρεος ἕλικα νεότομον», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ολιγό</i>-<i>τομος</i>].
|mltxt=[[νεότομος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τη γη) αυτός που ανοίχθηκε πρόσφατα με τη [[βοήθεια]] αρότρου<br /><b>2.</b> (για [[χτύπημα]]) αυτό που καταφέρθηκε πρόσφατα<br /><b>3.</b> αυτός που κόπηκε [[πριν]] από λίγο, [[φρεσκοκομμένος]] («φέρομεν ἐξ ὄρεος ἕλικα νεότομον», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ολιγό</i>-<i>τομος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεότομος:''' -ον ([[τέμνω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[φρεσκοκομμένος]] ή φρεσκοργωμένος, σε Αισχύλ.· <i>[[νεότομα]] πλήγματα</i>, πλήγματα που καταφέρθηκαν πρόσφατα, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που [[μόλις]] κόπηκε· [[ἕλιξ]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 00:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεότομος Medium diacritics: νεότομος Low diacritics: νεότομος Capitals: ΝΕΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: neótomos Transliteration B: neotomos Transliteration C: neotomos Beta Code: neo/tomos

English (LSJ)

ον,

   A fresh-cut, ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ A.Ch.25 (lyr.); ν. πλήγματα newly inflicted, S. Ant.1283.    II freshly cut off, ἕλιξ E.Ba.1170 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 245] = νεότμητος; ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ, Aesch. Ch. 25; νεοτόμοισι πλήγμασι, Soph. Ant. 1268; Eur. Bacch. 1169 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

νεότομος: -ον, ὁ νεωστὶ κοπεὶς ἢ ἀνοιχθεὶς διὰ τοῦ ἀρότρου, ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ Αἰσχύλ. Χο. 25· νεοτόμοισι πλήγμασιν, νεωστὶ κατενεχθεῖσι, Σοφ. Ἀντ. 1283. ΙΙ. ὁ πρὸ μικροῦ ἀποκοπείς, ἕλξις Εὐρ. Βάκχ. 1171.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 fraîchement coupé ou entaillé;
2 qui vient d’être asséné.
Étymologie: νέος, τέμνω.

Greek Monolingual

νεότομος, -ον (Α)
1. (για τη γη) αυτός που ανοίχθηκε πρόσφατα με τη βοήθεια αρότρου
2. (για χτύπημα) αυτό που καταφέρθηκε πρόσφατα
3. αυτός που κόπηκε πριν από λίγο, φρεσκοκομμένος («φέρομεν ἐξ ὄρεος ἕλικα νεότομον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -τομος (< τέμνω), πρβλ. ολιγό-τομος].

Greek Monotonic

νεότομος: -ον (τέμνω
I. φρεσκοκομμένος ή φρεσκοργωμένος, σε Αισχύλ.· νεότομα πλήγματα, πλήγματα που καταφέρθηκαν πρόσφατα, σε Σοφ.
II. αυτός που μόλις κόπηκε· ἕλιξ, σε Ευρ.