νευστός: Difference between revisions

From LSJ

ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Source
(27)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν (Α [[νευστός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το νευστό</i>(<i>ν</i>)<br />όρος της οικολογίας που αναφέρεται σε μικρούς έως μεσαίου μεγέθους οργανισμούς που ζουν [[επάνω]] στην [[επιφάνεια]] ή [[είναι]] συνδεδεμένοι με την [[κάτω]] [[επιφάνεια]] του επιφανειακού υμενίου ήρεμων νερών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «νευστὴ [[ἐλαία]]» — η [[ελιά]] που διατηρείται στην [[άλμη]], η [[κολυμπάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>νευσ</i>- του <i>νέω</i> (Ι) «[[κολυμπώ]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τός</i>].
|mltxt=-ή, -όν (Α [[νευστός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το νευστό</i>(<i>ν</i>)<br />όρος της οικολογίας που αναφέρεται σε μικρούς έως μεσαίου μεγέθους οργανισμούς που ζουν [[επάνω]] στην [[επιφάνεια]] ή [[είναι]] συνδεδεμένοι με την [[κάτω]] [[επιφάνεια]] του επιφανειακού υμενίου ήρεμων νερών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «νευστὴ [[ἐλαία]]» — η [[ελιά]] που διατηρείται στην [[άλμη]], η [[κολυμπάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>νευσ</i>- του <i>νέω</i> (Ι) «[[κολυμπώ]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τός</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''νευστός:''' плавающий, плавучий: νευστὴ [[ἐλαία]] Luc. маслина в маринаде.
}}
}}

Revision as of 00:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευστός Medium diacritics: νευστός Low diacritics: νευστός Capitals: ΝΕΥΣΤΟΣ
Transliteration A: neustós Transliteration B: neustos Transliteration C: nefstos Beta Code: neusto/s

English (LSJ)

ή, όν, (νέω A)

   A = κολυμβάς, Luc. Lex.13.

Greek (Liddell-Scott)

νευστός: -ή, -όν, (νέω, νεύσομαι) = κολυμβάς, Λουκ. Λεξιφάν. 13.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui nage ; νευστὴ ἐλαία LUC olive qui nage (conservée) dans la saumure.
Étymologie: νέω².
Syn. κολυμβάς, φθινοπωρίς.

Greek Monolingual

-ή, -όν (Α νευστός, -ή, -όν)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το νευστό(ν)
όρος της οικολογίας που αναφέρεται σε μικρούς έως μεσαίου μεγέθους οργανισμούς που ζουν επάνω στην επιφάνεια ή είναι συνδεδεμένοι με την κάτω επιφάνεια του επιφανειακού υμενίου ήρεμων νερών
αρχ.
φρ. «νευστὴ ἐλαία» — η ελιά που διατηρείται στην άλμη, η κολυμπάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νευσ- του νέω (Ι) «κολυμπώ» + επίθημα -τός].

Russian (Dvoretsky)

νευστός: плавающий, плавучий: νευστὴ ἐλαία Luc. маслина в маринаде.