νεόρραντος: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source
(26)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεόρραντος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ραντίστηκε πρόσφατα («μόνον πηδῶντα [[πεδία]] σὺν νεορράντῳ ξίφει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που χύθηκε πρόσφατα («δάκρυα νεόρραντα», <b>Αριστείδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -(<i>ρ</i>)<i>ραντος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>ρραντος</i>].
|mltxt=[[νεόρραντος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ραντίστηκε πρόσφατα («μόνον πηδῶντα [[πεδία]] σὺν νεορράντῳ ξίφει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που χύθηκε πρόσφατα («δάκρυα νεόρραντα», <b>Αριστείδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -(<i>ρ</i>)<i>ραντος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>ρραντος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεόρραντος:''' -ον ([[ῥαίνω]]), φρεσκοραντισμένος, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 00:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόρραντος Medium diacritics: νεόρραντος Low diacritics: νεόρραντος Capitals: ΝΕΟΡΡΑΝΤΟΣ
Transliteration A: neórrantos Transliteration B: neorrantos Transliteration C: neorrantos Beta Code: neo/rrantos

English (LSJ)

ον, (ῥαίνω)

   A newly sprinkled, ν. ξίφος a fresh-reeking sword, S.Aj.30, 828; δάκρυα ν. newly shed, Aristid. Or.24 (44). 44.

Greek (Liddell-Scott)

νεόρραντος: -ον, (ραίνω) ὁ νεωστὶ ῥαντισθείς, ν. ξίφος, νεοβρεγμένον (ἐκ τοῦ αἵματος) Σοφ. Αἴ. 30, 828· δάκρυα ν., νεωστὶ χυθέντα, Ἀριστείδ. 2. 395D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
récemment trempé.
Étymologie: νέος, ῥαίνω.

Greek Monolingual

νεόρραντος, -ον (Α)
1. αυτός που ραντίστηκε πρόσφατα («μόνον πηδῶντα πεδία σὺν νεορράντῳ ξίφει», Σοφ.)
2. αυτός που χύθηκε πρόσφατα («δάκρυα νεόρραντα», Αριστείδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -(ρ)ραντος (< ῥαίνω), πρβλ. πολύ-ρραντος].

Greek Monotonic

νεόρραντος: -ον (ῥαίνω), φρεσκοραντισμένος, σε Σοφ.