οζώδης: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimusErtrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht

Menander, Monostichoi, 293
(28)
 
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ες (Α [[ὀζώδης]], -ῶδες) [<i>όζος</i> (Ι)]<br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που έχει όζους, κλάδους<br /><b>2.</b> (για [[ξύλο]]) αυτός που έχει ρόζους, κόμπους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[χαρακτηρισμός]] νόσου [[κατά]] την οποία εμφανίζονται όζοι ή οζίδια (α. «οζώδες [[ερύθημα]]» β. «[[οζώδης]] [[περιαρτηρίτιδα]]»).———————— <b>(II)</b><br />[[ὀζώδης]], -ῶδες (ΑΜ)<br />αυτός που αναδίδει δυσάρεστη [[οσμή]], [[δύσοσμος]], [[δυσώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀζ</i>- του <i>ὄζω</i> «[[αναδίδω]] δυσάρεστη [[οσμή]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ες (Α [[ὀζώδης]], -ῶδες) [<i>όζος</i> (Ι)]<br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που έχει όζους, κλάδους<br /><b>2.</b> (για [[ξύλο]]) αυτός που έχει ρόζους, κόμπους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[χαρακτηρισμός]] νόσου [[κατά]] την οποία εμφανίζονται όζοι ή οζίδια (α. «οζώδες [[ερύθημα]]» β. «[[οζώδης]] [[περιαρτηρίτιδα]]»).<br /> <b>(II)</b><br />[[ὀζώδης]], -ῶδες (ΑΜ)<br />αυτός που αναδίδει δυσάρεστη [[οσμή]], [[δύσοσμος]], [[δυσώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀζ</i>- του <i>ὄζω</i> «[[αναδίδω]] δυσάρεστη [[οσμή]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i>].
}}
}}

Revision as of 11:45, 9 January 2019

Greek Monolingual

(I)
-ες (Α ὀζώδης, -ῶδες) [όζος (Ι)]
1. (για φυτά) αυτός που έχει όζους, κλάδους
2. (για ξύλο) αυτός που έχει ρόζους, κόμπους
νεοελλ.
ιατρ. χαρακτηρισμός νόσου κατά την οποία εμφανίζονται όζοι ή οζίδια (α. «οζώδες ερύθημα» β. «οζώδης περιαρτηρίτιδα»).
(II)
ὀζώδης, -ῶδες (ΑΜ)
αυτός που αναδίδει δυσάρεστη οσμή, δύσοσμος, δυσώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀζ- του ὄζω «αναδίδω δυσάρεστη οσμή» + κατάλ. -ώδης].